-
1 τορναδόρος
[торнадорос] ουσ. а. резчик, чеканщик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τορναδόρος
-
2 токарь
токарьм ὁ τορναδόρος, ὁ τορνευτής:\токарь по дереву τορναδόρος σέ ξύλα· \токарь по металлу τορναδόρος σέ μέταλλα -
3 токарь
-
4 станочник
(рабочий) о χειριστής/εργά-της της εργαλειομηχανής (π.χ. τορναδόρος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станочник
-
5 токарь
ο τορναδόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > токарь
-
6 токарь
[τόκαρ'] ουσ. α. τορναδόρος -
7 токарь
[τόκαρ'] ουσ α τορναδόρος -
8 работать
ρ.δ.1. εργάζομαι, δουλεύω•работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•
работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•
работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•
работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•
работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•
работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.
2. εκτελώ μια ειδική εργασία•работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•
-электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•
я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.
3. λειτουργώ•часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•
мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•
моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.
|| είμαι ανοιχτός•библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.
4. φτιάχνω•работать сапоги φτιάχνω μπότες.
εκφρ.работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι. -
9 токарничать
ρ.δ. εργάζομαι (είμαι) τορναδόρος. -
10 токарь
-я, πλθ. токаря κ. токари α. τορνευτής, τορναδόρος.
См. также в других словарях:
τορναδόρος — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στον χειρισμό τού τόρνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. tornidor < τόρνος] … Dictionary of Greek
τορναδόρος — ο (λ. ιταλ.), τεχνίτης που επεξεργάζεται με τόρνο ξύλα, μέταλλα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
τορνευτής — ο, ΝΜΑ [τορνεύω] τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος μσν. δημιουργός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης» … Dictionary of Greek
τορνευτής — ο τορναδόρος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)