Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοποθετούμαι

См. также в других словарях:

  • τοποθετούμαι — τοποθετούμαι, τοποθετήθηκα, τοποθετημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: τοποθετούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (τοποθετιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθυπερτίθεμαι — (Μ) βρίσκομαι, τοποθετούμαι πάνω από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ τίθεμαι «τοποθετούμαι από πάνω»] …   Dictionary of Greek

  • προπερίκειμαι — Α τοποθετούμαι ολόγυρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περίκειμαι «τοποθετούμαι ολόγυρα»] …   Dictionary of Greek

  • συμπεριίσταμαι — Α τοποθετούμαι ολόγυρα μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιίσταμαι «τοποθετούμαι ολόγυρα»] …   Dictionary of Greek

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • αμφίστημι — ἀμφίστημι (Α) 1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα 2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα 3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)* + ἵστημι] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδινέομαι — ἀμφιδινέομαι (Α) (μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινέομαι «περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιπεριστέφομαι — ἀμφιπεριστέφομαι (Α) τοποθετούμαι ολόγυρα σαν στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι * + περιστέφω] …   Dictionary of Greek

  • αμφιτίθημι — ἀμφιτίθημι (Α) Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω ΙΙ μέσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… …   Dictionary of Greek

  • ανταγωνίζομαι — (Α ἀνταγωνίζομαι) 1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου 2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι αρχ. 1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου 2. είμαι αντίδικος κάποιου 3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι 4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»