-
1 усесться
-
2 выходить
1. (о газе, воздухе и т.п.) φεύγω, εκρέω 2. (быть выпущенным, изданным) δημοσιεύομαι, εκδίδομαι 3. (из строя) χαλνώ, αχρηστεύομαι 4. (из употребления) βγαίνω (από την κυκλοφορία) 5. (из берегов) πλημμυρίζω 6. (на орбиту) εισέρχομαι/τοποθετούμαι (σε τροχιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выходить
-
3 расположиться
(разместиться) τακτοποιούμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расположиться
-
4 поместить
поместить 1) (поставить) βάζω, τοποθετώ· \поместить статью в газету καταχωρώ (или δημοσιεύω) άρθρο 2) (поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει \поместиться 1) (уместиться) χωρώ, τοποθετούμαι 2) см. помещаться* * *1) ( поставить) βάζω, τοποθετώпомести́ть статью́ в газе́ту — καταχωρώ ( или δημοσιεύω) άρθρο
2) ( поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει -
5 поместиться
1) ( уместиться) χωρώ, τοποθετούμαι2) см. помещаться -
6 помещать
помещать см. поместить \помещаться 1) см. поместиться 1; 2) (находиться) βρίσκομαι, τοποθετούμαι* * *см. поместить -
7 помещаться
1) см. поместиться 1)2) ( находиться) βρίσκομαι, τοποθετούμαι -
8 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι, -
9 умещаться
умещать||ся1. τοποθετοῦμαι, χωρώ·2. (располагаться, умещаться) εὐρΐσκω θέση. -
10 уставлиться
уста́в||литься(размещаться) τοποθετοῦμαι, χωρώ. -
11 определяться
[απριντιλγιάτ'σα] ρ. τοποθετούμαι, διορίζομαι -
12 умещаться
[ουμιστσάτσα] ρ. τοποθετούμαι -
13 определяться
[απριντιλγιάτ'σα] ρ τοποθετούμαι, διορίζομαι -
14 умещаться
[ουμιστσάτσα] ρ τοποθετούμαι -
15 базировать
-рую, -руешь, ρ.δ.μ.βασίζω, στηρίζω• εγκατασταίνω.βασίζομαι, στηρίζομαι• εγκατασταίνομαι, τοποθετούμαι. -
16 вделать
ρ.σ.μ.βάζω,τοποθετώ μέσα•вделать камень в кольцо βάζω πετράδι στο δαχτυλίδι.
τοποθετούμαι, στερεώνομαι μέσα. -
17 водворить
ρ.σ.μ.1. εγκατασταίνω, εγκαθιστώ, τοποθετώ• βάζω•водворить погорельцев εγκατασταί νω τους πυροπαθείς•
водворить в тюрьму престуь пников βάζω στη φυλακή (φυλακίζω) τους εγκληματίες.
2. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, επανακατασταίνω, επανακαθιστώ•водворить порядок αποκατασταίνω την τάξη•
водворить тишину αποκατασταίνω (επαναφέρω) την ησυχία•
водворить мир и спокойстве αποκατασταίνω την ειρήνη και τη γαλήνη.
1. εγκτασταίνομαι, εγκαθίσταιααι, εγκαθιδρύομαι, τοποθετούμαι, έχω σαν τόπο διαμονής.2. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι –лся постепенно порядок αποκαταστάθηκε βαθμιαία η τάξη. -
18 водрузить
-ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -уженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.στερεώνω, σταθεροποιώ• εγκατασταίνω, τοποθετώ.στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι, εγκατασταίνομαι, τοποθετούμαι. -
19 вставить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω, εμβάλλω, ενθέτω, τοποθετώ μέσα•портрет в раму βάζω το πορτρέτο στο πλαίσιο•
вставить стекла βάζω (περνώ) τα τζάμια•
вставить себе зубы βάζω τα δόντια μου.
2. εισάγω, εγγράφω•вставить пропущенное слово εγγράφω παραληφθείσα λέξη.
μπαίνω, τοποθετούμαι μέσα σε κάτι. -
20 выстроить
-ою, -оишь, ρ.σ.μ.1. χτίζω, οικοδομώ, ανεγείρω• τελειώνω την ανέγερση της οικοδομής.2. (στρατ.) συντάσσω•выстроить полк συντάσσω το σύνταγμα•
выстроить солдат в одну шеренгу συντάσσω τους στρατιώτες εφ’ ενός ζυγού.
1. (στρατ.) συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή. || τοποθετούμαι•на тропинке -лись восемь пулеметов στο μονοπάτι στήθηκαν οχτώ πολυβόλα.
2. χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι.3. (απλ.) τελειώνω την οικοδομή μου.
См. также в других словарях:
τοποθετούμαι — τοποθετούμαι, τοποθετήθηκα, τοποθετημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: τοποθετούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (τοποθετιόμουν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθυπερτίθεμαι — (Μ) βρίσκομαι, τοποθετούμαι πάνω από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ τίθεμαι «τοποθετούμαι από πάνω»] … Dictionary of Greek
προπερίκειμαι — Α τοποθετούμαι ολόγυρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περίκειμαι «τοποθετούμαι ολόγυρα»] … Dictionary of Greek
συμπεριίσταμαι — Α τοποθετούμαι ολόγυρα μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιίσταμαι «τοποθετούμαι ολόγυρα»] … Dictionary of Greek
ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… … Dictionary of Greek
αμφίστημι — ἀμφίστημι (Α) 1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα 2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα 3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)* + ἵστημι] … Dictionary of Greek
αμφιδινέομαι — ἀμφιδινέομαι (Α) (μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινέομαι «περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
αμφιπεριστέφομαι — ἀμφιπεριστέφομαι (Α) τοποθετούμαι ολόγυρα σαν στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι * + περιστέφω] … Dictionary of Greek
αμφιτίθημι — ἀμφιτίθημι (Α) Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω ΙΙ μέσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τίθημι] … Dictionary of Greek
αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… … Dictionary of Greek
ανταγωνίζομαι — (Α ἀνταγωνίζομαι) 1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου 2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι αρχ. 1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου 2. είμαι αντίδικος κάποιου 3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι 4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου,… … Dictionary of Greek