-
1 местный
местн||ыйприл в разн. знач. τοπικός/ ἐντόπιος, ἐγχώριος (здешний, туземный):\местныйый житель ὁ ἐντόπιος· \местныйый · колорит τό τοπικό χρώμα· \местныйый говор ἡ ντοπιολαλιά, ἡ τοπική διάλεκτος· \местныйое явление τό τοπικό φαινόμενο· \местныйый наркоз мед. ἡ τοπική ἀναισθησία· \местныйые вли́сти οἱ τοπικές ἀρχές· \местныйый комитет см. местком. -
2 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
3 погрешность
1. (ошибка, неправильность, неточность) το σφάλμα, το λάθος, абсолютная - απόλυτο -квадрантная - τεταρτο-κυκλικό - (πυξίδας), τετρακυκλικό -2. (недостаток, изъян) η ατέλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрешность
-
4 прогар
το τοπικό κάψιμο (ενός πράγματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогар
-
5 продукт
το προϊόνвторичный - торг. δευτερεύον -консервированные - ы κονσερβοποιημένα/συντηρημένα - ταпервичный - αρχικό -, η πρώτη ύληприбавочный - эк. το υπερ-προϊόνпродовольственные - ы τα τρόφιμα, τα εδώδιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукт
-
6 явление
1. (проявление или выявление сущности, процесса и т.п.) το φαινόμεν/ο, το περιστατικό, το συμβάν 2. (появление) η εμφάνηση, η παρουσία, η προσέλευση 3. театр. η σκηνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > явление
-
7 говор
говорм1. (разговор) ἡ ὁμιλία/ ὁ ψιθυρισμός, ὁ ψίθυρος (тихий):\говор волн поэт. ὁ φλοίσβος τῶν κυμάτων2. (диалект) τό τοπικό Ιδίωμα, ἡ διάλεκτος / ἡ ἰδιωματική προφορά (манера произносить). -
8 земство
земствос ист. τό ζέμστβο, τό τοπικό[ν] διοικητικό[ν] συμβούλιο[ν] (στήν ὕπαιθρο). -
9 обычай
обыч||айм τό ἐθιμο[ν], ἡ συνήθεια:местный \обычай τό ἐθιμο (или ἡ συνήθεια) τοῦ τόπου, τό τοπικό ἐθιμο· по \обычайаю κατά τά ἔθιμα· ◊ быть в \обычайае у кого-л. εἶναι συνήθεια σέ κάποιον. -
10 региональный
региональныйприл τοπικός, περιφερειακός:\региональный пакт τό τοπικό[ν] (или τά περιφερειακό[ν]) σύμφωνο[ν]. -
11 έθιμο(ν)
τό1) обычай, обыкновение;τα ήθη και έθιμα — нравы и обычаи;
τοπικό έθιμ — местный обычай;
έθιμα τού γάμου — свадебные обряды;
2) неписаный закон;κατά τα έθιμα — по обычаю
-
12 έθιμο(ν)
τό1) обычай, обыкновение;τα ήθη και έθιμα — нравы и обычаи;
τοπικό έθιμ — местный обычай;
έθιμα τού γάμου — свадебные обряды;
2) неписаный закон;κατά τα έθιμα — по обычаю
-
13 χρώμα
τό1) цвет, окраска;ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;
ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;
4) краска, румянец;τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;
5) цвет лица;έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;
έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;αλλάζω χρώμα — меняться в лице;
6) перен. краски, выразительность;ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;τοπικό χρώμα — местный колорит;
8) муз. тон;χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;
§ μου κόβει το χρώμα — или χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;
κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;
κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;
πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;
οξύνω τα χρώματα сгущать краски -
14 local statistic
French\ \ statistique localeGerman\ \ lokale StatistikDutch\ \ korte termijn statistische grootheid van JowettItalian\ \ statistica localeSpanish\ \ estadística localCatalan\ \ estadística localPortuguese\ \ estatística localRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ τοπικό στατιστικόFinnish\ \ aikasarjan paikallinen tunnuslukuHungarian\ \ helyi statisztikaTurkish\ \ yerel istatistikEstonian\ \ lokaalne statistikLithuanian\ \ lokalioji statistikaSlovenian\ \ -Polish\ \ statystyka lokalnaRussian\ \ локальная статистикаUkrainian\ \ локальна статистикаSerbian\ \ -Icelandic\ \ sveitarfélaga tölfræðiEuskara\ \ tokiko estatistikaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ احصاءة موضعيةAfrikaans\ \ lokale statistiek (Jowett - afgelei van korttermynvergelykings bv. sprongstatistiek)Chinese\ \ 局 部 统 计 量Korean\ \ 국소통계량 -
15 дума
-ы θ.1. σκέψη, στόχαση•тяжлая дума οδυνηρή σκέψη.
2. (φιλγ.) ελεγείο, ελεγεία.3. (στη Ρωσία) η Δούμα, κεντρικό ή τοπικό όργανο διοίκησης•боярская дума η Δούμα των βογιάρων•
городская дума η Δούμα της πόλης•
государственная дума η κρατική Δούμα (Κοινοβούλιο).
-
16 местный
επ.1. τοπικός•местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•
местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;
2. μερικός, μη γενικός•-ое явление τοπικό φαινόμενο•
местный наркоз τοπική νάρκωση•
-ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•
-ая газета τοπική εφημερίδα•
-ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
-го значения τοπικής σημασίας.
|| εγχώριος, ντόπιος•-ые товары εγχώρια εμπορεύματα•
-ое население ντόπιος πληθυσμός.
εκφρ.- ое время – τοπική ώρα•местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση. -
17 обычай
-я α.έθιμο, συνήθεια ζακόνι•нравы и -и τα ήθη και έθιμα•
старинный -παλαιό έθιμο•
местный обычай τοπικό έθιμο•
это вошло в обычай αυτό έγινε συνήθεια•
по принятому -го κατά το επικρατόν έθιμο•
это у нас в -е αυτό είναι το έθιμο μας.
См. также в других словарях:
Μουσείο Παραδοσιακής Κεντητικής και Αργυροχοϊας (Τοπικό, Λεύκαρα Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα μεγάλο αρχοντικό, που έχει χτιστεί από τοπικό ασβεστόλιθο, όπως και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού Λεύκαρα, το οποίο είναι γνωστό για τα κεντήματα και τα ασημένια κοσμήματα που παράγονταν από τους τεχνίτες του. Στο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Παλαίπαφου (Κύπρου), Τοπικό — Περίπου ένα χιλιόμετρο από τη νότια ακτή της Κύπρου, σε ένα λόφο, υψωνόταν το διάσημο κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ιερό της Αφροδίτης. Εδώ κατασκεύασαν αργότερα οι σταυροφόροι το μικρό φρούριο La Covocle (από αυτό προέρχεται και το όνομα του … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μέγιστα και ελάχιστα — Έστω μια πραγματική συνάρτηση f, ορισμένη σε ένα υποσύνολο I του συνόλου των πραγματικών αριθμών. Ένας πραγματικός αριθμός m θα λέμε ότι είναι το ολικό μέγιστο ή αντίστοιχα το ολικό ελάχιστο της f, αν και μόνον αν για κάθε x∈Ι ισχυει: f(x) ≤ m,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
Philippes — 41°00′47″N 24°17′11″E / 41.01306, 24.28639 … Wikipédia en Français
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek