-
1 τοπικός
-
2 τοπικός
См. также в других словарях:
τοπικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με ορισμένο τόπο: Τοπικά έθιμα. 2. που αφορά σε ορισμένο μέρος του σώματος: Τοπική αναισθησία. 3. το θηλ. ως ουσ., τοπική παλιά πτώση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, που συγχωνεύτηκε αργότερα με τη δοτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπικά — τοπικός of neut nom/voc/acc pl τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc/acc dual τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικώτερον — τοπικός of adverbial comp τοπικός of masc acc comp sg τοπικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικωτέραις — τοπικός of fem dat comp pl τοπικωτέρᾱͅς , τοπικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικωτέρων — τοπικός of fem gen comp pl τοπικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικῶν — τοπικός of fem gen pl τοπικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικόν — τοπικός of masc acc sg τοπικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικαῖς — τοπικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπικαί — τοπικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)