1 τονυν
Древнегреческо-русский словарь > τονυν
τονῦν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονύν — Α (επιρρμ. φρ. αντί τὸ νῡν) ο παρών χρόνος, το παρόν … Dictionary of Greek