-
1 бесстрашный
-
2 боевой
боевой 1) μαχητικός, πολε μικός 2) (смелый ) τολμηρός* * *1) μαχητικός, πολεμικός2) ( смелый) τολμηρός -
3 дерзкий
-
4 отважный
-
5 решительный
решительный αποφασιστικός, οριστικός· τολμηρός (смелый)* * *αποφασιστικός, οριστικός; τολμηρός ( смелый) -
6 смелый
-
7 бойкий
бойкий 1) (смелый) τολμη ρός 2) (оживлённый) ζωηρός· \бойкийая торговля η καλή αγορά* * *1) ( смелый) τολμηρός2) ( оживлённый) ζωηρόςбо́йкая торго́вля — η καλή αγορά
-
8 бедовый
бедовыйприл καπάτσος, ἐπιτήδειος, τολμηρός. -
9 бойкий
бойк||ийприл καπάτσος/ τολμηρός (смелый)/ ζωηρός, εὐστροφος (живой, быстрый)/ ἐτοιμόλογος (υ речи):человек \бойкий на язык ἄνθρωπος ἐτοιμόλογος; \бойкийая торговля τό ζωηρό ἐμπόριο; ◊ на \бойкийом месте σέ πολυσύχναστο μέρος, σέ τόπο μέ ζωηρή κίνηση. -
10 браво
бравомежд εὐγε!, μπράβο! бравурный прил ζωηρός, ἐνθουσι-ώδικος [-ης]:\браво марш τό ζωηρό ἐμβατήριο, бравый прил τολμηρός, θαρραλέος, παλληκαρήσιος. -
11 лихой
лих||о́й Iприл (злой, злобный) κακός, κακεντρεχής, μοχθηρός:\лихойа беда начало κάθε ἀρχή καί δύσκολη.лихой IIприл (молодецкий, удалой) разг λεβέντικος, ἄφοβος, παλληκαρήσιος, τολμηρός:\лихой наездник ἄφοβος καβαλ-λάρης. -
12 неробкий
неробк||ийприл τολμηρός / ἀνδρείος, παλληκαρήσιος (смелый)· ◊ он \неробкийого десятка разг δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς ποῦ φοβούνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
13 отважный
отважныйприл ἀνδρείος, γενναίος, παλληκαρήσιος, τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος, παράτολμος / ἀτρόμητος, ἀφοβος (неустрашимый). -
14 рискованный
рискованн||ыйприл1. ἐπικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος:\рискованный шаг τό ριψοκίνδυνο διάβημα· \рискованныйое предприятие ἡ ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση·2. (нескромный, двусмысленный) τολμηρός, διφορούμενος. -
15 смелый
смел||ыйприл τολμηρός, θαρραλέος. -
16 смельчак
смельчакм ὁ τολμηρός, ὁ τολμητίας, ὁ ριψοκίνδυνος. -
17 неробкий
[νιρόπκιϊ] εχ. τολμηρός -
18 отважный
[ατβάζνυϊ] εκ. γενναίος, τολμηρός -
19 неробкий
[νιρόπκιϊ] εχ. τολμηρός -
20 отважный
[ατβάζνυϊ] επ γενναίος, τολμηρός
См. также в других словарях:
τολμηρός — hardihood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει τόλμη ή που γίνεται με τόλμη: Τολμηρή πράξη. 2. θρασύς, αναιδής, ξετσίπωτος: Τολμηρές χειρονομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάρολος ο Τολμηρός — (Βουργουνδία 1433 – Νανσί 1477). Δούκας της Βουργουνδίας (1467 77). Ήταν γιος του Φίλιππου του Καλού και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Ως κόμης του Σαρολέ αντιμετώπισε με σκληρότητα τις εξεγέρσεις των Φλαμανδών που σημειώθηκαν το 1452 53.… … Dictionary of Greek
τολμηρά — τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc pl τολμηρά̱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc/acc dual τολμηρά̱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρότερον — τολμηρός hardihood adverbial comp τολμηρός hardihood masc acc comp sg τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηροτάτων — τολμηρός hardihood fem gen superl pl τολμηρός hardihood masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηροτέρων — τολμηρός hardihood fem gen comp pl τολμηρός hardihood masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρῶν — τολμηρός hardihood fem gen pl τολμηρός hardihood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρόν — τολμηρός hardihood masc acc sg τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρότατα — τολμηρός hardihood adverbial superl τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)