-
1 τιτιγόνιον
τιτιγόνιον, τό,A an insect like a τέττιξ, Epil.4 (where τιττιγόνιον cod.Phot., the alphabetical order requiring τιτιγόνιον; τρυγονίῳ codd.ACAth., cf.ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τριγονίῳ Eust.1282.40
), prob. cj. in Arist.HA 556a20 (where τεττιγόνια, with v.l. τριγόνια, cf. τιγόνιον· εἶδός τι Ἀριστοτέλει, Hsch., τιγόνιον· ἐπὶ νηπίου τίθεται, Phot.); the word is correctly written in EM760.47, Paus.Gr.Fr. 87 (ap.Eust.396.2, where it is rightly connected with τιτίζω: it is prob. Dim. of Τιτιγών ( τιτιγών: τιτίζω, = ὀλολυγών: ὀλολύζω, = τρυγών: τρύζω)). (Perh. to be restored for tetogonia, v.l. tetigometrae, in Plin.HN11.92.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιτιγόνιον
-
2 τιτιγόνιον
τιτιγόνιονan insect like a: neut nom /voc /acc sg -
3 τιτιγονίω
-
4 τιτιγονίῳ
-
5 τεττιγόνιον
τεττῑγόνιον, τό,A a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle, Arist.HA 532b17; fem. pl. tettigoniae, Plin.HN11.92; prob. everywhere f.l. for τιτιγόνιον (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεττιγόνιον
-
6 τρυγόνιον
II = περιστερεὼν ὀρθός, Ps.-Dsc.4.59, Poet. deherb.56.III f.l. for τιτιγόνιον (q. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγόνιον
См. также в других словарях:
τιτιγόνιον — an insect like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτιγόνιον — τὸ, Α είδος εντόμου παρόμοιου με το τζιτζίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί μέσω αμάρτυρου τ. *τιτιγών (πρβλ. ἀηδών, τρυγών, χελιδών), με επίθημα ιον (πρβλ. αηδόν ιον,) από ρ. τιτίζω*, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιτιγονίῳ — τιτιγόνιον an insect like a neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… … Dictionary of Greek
τινθυρίζω — Α (για πτηνά) τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τιτίζω, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιτίζω — Α τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιττυβίζω — ΝΑ, και τιτυβίζω και τιτιβίζω Ν (για πουλί) κελαηδώ νεοελλ. (για πρόσ) μιμούμαι το κελάηδημα τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. αρχ. ινδ. tittira «πέρδικα»), βλ. και λ. τιτιγόνιον, τιτίζω, ψιθυρίζω] … Dictionary of Greek