Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τιτίς

См. также в других словарях:

  • τιτίς — a small chirping bird fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτίς — ίδος, ἡ, ΜΑ 1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει 2. το γυναικείο αιδοίο 3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο μσν. (κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω*] …   Dictionary of Greek

  • τιτίδας — τιτίς a small chirping bird fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»