-
1 τιμία
τιμίᾱ, τίμιοςvalued: fem nom /voc /acc dualτιμίᾱ, τίμιοςvalued: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τιμίᾱͅ, τίμιοςvalued: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 τιμια
-
3 τιμίᾳ
Βλ. λ. τιμία -
4 τίμια
τίμιοςvalued: neut nom /voc /acc plτίμιοςvalued: neut nom /voc /acc pl -
5 τίμια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τίμια
-
6 Τίμια Δώρα
Τίμια Δώρα ταЧестные Дары – Тело и Кровь ХристаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τίμια Δώρα
-
7 Τίμια Ζώνη
Τίμια Ζώνη ηсм. Ζώνη ΑγίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τίμια Ζώνη
-
8 προ-τῑμία
προ-τῑμία, ἡ, größere Ehre, Max. Tyr. 1, 5.
-
9 φιλο-τῑμία
φιλο-τῑμία, ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der δόξα entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; φιλοτιμία καὶ ἐπιϑυμία τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.
-
10 νυμφο-τῑμία
νυμφο-τῑμία, ἡ, das Ehren der Braut, Sp.
-
11 μικρο-φιλο-τῑμία
μικρο-φιλο-τῑμία, ἡ, kleinliche Ruhmsucht, Theophr. char. 23.
-
12 ἀπο-φιλο-τῑμία
ἀπο-φιλο-τῑμία, ἡ, Mangel an Ehrgefühl, Theophr. char. 22.
-
13 ἀ-τῑμία
ἀ-τῑμία, ἡ, Entehrung, Verachtung, Beschimpfung, Od. 13, 142; Pind. Ol. 4, 23; Her. 3, 3 u. A.; bei Plat. oft Ggstz von τιμή, auch im plur. In Athen bes. Entziehung der bürgerlichen Rechte, Ehrlosmachung, die verschiedene Grade hatte. S. ἄτιμος. Dah. χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσϑαι, Geld- u. Ehrenstrafe, Plat. Legg. IV, 721 b; oft bei Rednern.
-
14 ἀ-φιλο-τῑμία
ἀ-φιλο-τῑμία, ἡ, Mangel an Ehrliebe, Arist. Eth. Nic. 4, 4, 5.
-
15 ἀν-ισο-τῑμία
ἀν-ισο-τῑμία, ἡ, ungleicher Werth, Schol. Il. 24, 58.
-
16 ὀλιγο-τῑμία
ὀλιγο-τῑμία, ἡ, geringe Ehre, Geringschätzung, Cyrill.
-
17 ὁμο-τῑμία
ὁμο-τῑμία, ἡ, gleiche Ehre, Luc. D. Mort. 15, 2.
-
18 ἐπι-τῑμία
ἐπι-τῑμία, ἡ, 1) die gesetzliche Strafe, N. T. – 2) der Stand eines ἐπίτιμος, wenn der Bürger im Genusse aller seiner Rechte ist, Ggstz ἀτιμία (vgl. ἐπίτιμος), z. B. ὑβρίζειν τὴν πόλιν, τὸ γένος, τὴν ἐπιτιμίαν, Dem. 21, 106; τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτιμίαν ἀργύριον, um seine bürgerliche Ehre zu erhalten, nicht in die Strafe der ἀτιμία zu verfallen, 18, 312; τὴν ἑτέρου ζητῶν ἐπιτιμίαν ἀφελέσϑαι ibd. §. 15; κινδύνου περὶ τῆς ἐπιτιμίας ὄντος 29, 50; Aesch. τὴν ψυχὴν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος 2, 88; vgl. D. Sic. 18, 18; D. Hal. 4, 31. – Bei Artemid. 1, 45 das Schamglied.
-
19 ἰσο-τῑμία
ἰσο-τῑμία, ἡ, gleiche Ehre, bes. im Staate gleiche Anrechte u. Ansprüche auf Aemter und Ehrenstellen, ἐξ ἰσοτιμίας διαλέγεσϑαι, mit seines Gleichen, Luc. Pisc. 34, vgl. D. Mut. 25, 2. 26, 2; Sp.
-
20 τιμίας
τιμίᾱς, τίμιοςvalued: fem acc plτιμίᾱς, τίμιοςvalued: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
τιμία — τιμίᾱ , τίμιος valued fem nom/voc/acc dual τιμίᾱ , τίμιος valued fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμίᾳ — τιμίᾱͅ , τίμιος valued fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίμια — τίμιος valued neut nom/voc/acc pl τίμιος valued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμίας — τιμίᾱς , τίμιος valued fem acc pl τιμίᾱς , τίμιος valued fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμίαι — τιμίᾱͅ , τίμιος valued fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμίαν — τιμίᾱν , τίμιος valued fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
АТИМИЯ — • Άτιμία, ατιμος, (противоположно έπιτιμία, επίτιμος). Идея христианства о равноправности всех людей в достижении обещанных им благ породила понятие об абсолютном достоинстве личности и нравственном праве на уважение каждого… … Реальный словарь классических древностей
τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
πλεοτιμία — ἡ, Α η αύξηση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + τιμία (< τιμος < τιμή), πρβλ. ισο τιμία, ομο τιμία] … Dictionary of Greek
БРАК — • Matrimonium. I. У греков (γάμος). 1. Цель Б. у греков была иметь законное потомство и удовлетворить таким образом тройной обязанности: относительно богов, которым должны были быть оставлены слуги (Plat. legg. 6, p. 773, Ε),… … Реальный словарь классических древностей