-
1 τιμωρος
Iион. τῑμήορος, дор. τῑμάορος 21) карающий, мстящий(χείρ Eur.)
2) взывающий к мщению, мстительный(λόγος Her.)
IIион. τῑμήορος ὅ1) заступник, защитник, хранитель Aesch., Her. etc.2) мститель, карательτ. τινος Aesch., Soph., Thuc. — мститель за кого-л., Soph., Plat. каратель чего-л.
3) исполнитель кары, палач Polyb. -
2 τῑμωρός
τῑμ-ωρός, eigtl. die Ehre wahrend, und daher die verletzte Ehre jemandes schützend; helfend, beschirmend, beistehend; rächend; τιμωρός τινος, jemandes Rächer; λόγος τιμωρός, zur Rache auffordernde Rede; der Peiniger, Scharfrichter -
3 τιμωρός
τῑμωρός, τιμωρόςavenging: masc /fem nom sg -
4 τιμωρός
τῑμωρ-ός, όν, [var] contr. from [full] τιμάορος (v. sub fin.), which remains as a [dialect] Dor. form in Pi.O. 9.84 (trisyll.), A.Ag. 514, al., E.Fr.318.4, IG14.1389 ii 29 ([place name] Rome), etc.; in late [dialect] Ep. [full] τιμήορος, A.R.4.709, 1358, 1730: A.Supp.42 (lyr.) has an acc. τιμάορα, as if from [full] τιμάωρ, ορος, ὁ:—A avenging, and as Subst. avenger, τ. τινός any one's avenger, A.Ag. 1280, 1324, 1578, S.El. 811, 1156, etc.: c. dat.,τ. τινὶ γενέσθαι Antipho 1.2
: c. gen. rei, helping one to vengeance for a thing,πατρὶ τ. φόνου S.El. 14
: abs., ἐπεὶ τιμάορος ἕστωρ the founder is the avenger, IG l.c. (cf. Berl.Sitzb.1928.19): not always of persons, δίκη κακῶν τ. S.Fr.107.9;ἡ τῶν συγγενῶν αἱμάτων τ. δίκη Pl.Lg. 872e
, cf. 716a; ; λόγος τ. a plea or argument for vengeance, Hdt.7.5.3 τιμωρόν, τό, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.II succouring, and as Subst. succourer of one who has been attacked or wronged, Hdt.2.141, 7.171, Th.4.2; τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν my tutelary god, A.Ag. 514;ἡρῷσσαι, Λιβύης τιμήοροι ἠδὲ θύγατρες A.R.4.1358
; Ἀπόλλωνα.. Ἀνάφης τιμήορον ib. 1730.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμωρός
-
5 τιμωρός
-
6 τιμωρός
-
7 τιμωρός
[тиморос] ουσ. а. налагающий наказание, кару,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τιμωρός
-
8 τιμωρός
[тиморос] ουσ α налагающий наказание, кару. -
9 τῑμ-ωρός
τῑμ-ωρός, ion. τιμήορος, dor. τιμάορος, eigtl. die Ehre wahrend, und daher die verletzte Ehre Jemandes schützend; helfend, beschirmend, beistehend; ἦλϑον τιμάορος μίτραις, Pind. Ol. 9, 84; Her. 2, 141; ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, Aesch. Ag. 500; – rächend; τιμωρός τινος, Jemandes Rächer, ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος, 1263, vgl. 1560; Ch. 141; Soph. El. 801; σύ μοι γενοῦ τιμωρὸς ἀνδρός, Eur. Hec. 790; τιμωροὺς λιπέσϑαι τῶν δεδραμένων δίκην, Herc. F. 168; auch χεῖρα τιμωρόν, Hec. 843; auch τινί, Her. 7, 171; λόγος τιμωρός, zur Rache auffordernde Rede, 7, 5; πατρὶ τιμωρὸν φόνου, Soph. El. 14; – der Peiniger, Scharfrichter, Pol. 2, 58, 8.
-
10 τῑμάορος
-
11 τιμαορος
-
12 τιμαωρ
-
13 τιμηορος
-
14 τιμωρώ
τῑμωρῶ, τιμωρέωto be an avenger: pres subj act 1st sg (attic epic doric)τῑμωρῶ, τιμωρέωto be an avenger: pres ind act 1st sg (attic epic doric)τῑμωρῶ, τιμωρόςavenging: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————τῑμωρῷ, τιμωρόςavenging: masc /fem /neut dat sg -
15 τιμωρόν
τῑμωρόν, τιμωρόςavenging: masc /fem acc sgτῑμωρόν, τιμωρόςavenging: neut nom /voc /acc sg -
16 Avenger
subs.Avenger of a father's death: V. πατρὶ τιμωρὸς φόνου (Soph., El. 14).I will become the avenger of my children's blood: V. τέκνοις δικαστὴς αἵματος γενήσομαι (Eur., H.F. 1150).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Avenger
-
17 τῑμ-ωρέω
τῑμ-ωρέω (s. τιμωρός), helfen, zu Hülfe kommen, beistehen; τινί, Her. 1, 141. 152. 2, 63; γῇ τῇδε τιμωροῦντα, τῷ ϑεῷ ϑ' ἅμα, Soph. O. R. 136; Eur. Or. 717. 922 u. öfter; βοηϑήσας τῷ ἐραστῇ καὶ τιμωρήσας, Plat. Conv. 179 e; Thuc. 4, 15 u. öfter, wie Folgde, z. B. Pol. 1, 81, 1; auch ohne den dat., Her. 1, 18. Eigtl. einem Beleidigten oder Verfolgten beistehen und für ein ihm angethanes Unrecht Rache nehmen, Her. 1, 100. 103. 8, 144; selten so ohne dat., 1, 4; τιμωρεῖν τινί τινος, z. B. τοῦ παιδός, Einem des gemordeten Sohnes wegen Rache nehmen helfen, Xen. Cyr. 4, 6, 8; im accus. steht die Person, an der man Rache nimmt, τοὺς αὐτοέντας χειρὶ τιμωρεῖν τινας, Soph. O. R. 107, vgl. 140; τιμωρῶν τὸν προδότην ἢ τύραννον, Pol. 2, 56, 15, u. öfter in sp. Prosa; selten τιμωρεῖν τινί τι, Plat. Apol. 28 c, εἰ τιμωρήσεις τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον. – Pass. τετιμωρῆσϑαί τινι, es sei für Einen Rache genommen worden, Her. 9, 79, der aber das perf. auch wie das act. braucht, τιτιμώρησαι ἐς Λεωνίδην, statt τετιμώρηκας Λεωνίδῃ, 9, 78, wie Soph. El. 341, πατρὶ τιμωρεῖσϑαι πάντα statt τιμωρεῖν, wie 391 u. Eur. Or. 1117 u. öfter; – bestraft werden, Xen. An. 2, 5, 27; τιμωρηϑεὶς ὑπὸ βασιλέως ἀπέϑανεν, 2, 6, 29. – Vgl. Arist. rhet. 1, 10, der es von κολάζειν unterscheidet. – Med. τιμωρεῖσϑαί τινα, sich an Einem rächen, ihn zur Strafe ziehen, züchtigen, Soph. Phil. 1242; τοὺς κακούς, Eur. Hec. 756; τιμωρείσϑω τὸν ἀδικοῦντα, Plat. Legg. VIII, 846 c, u. öfter, u. Folgde, wie Pol. 1, 88, 5; – auch τιμωρεῖσϑαί τινά τι, Etwas an Einem rächen, ihn wegen einer Sache bestrafen, Eur. Cycl. 689; τὸν ἐχϑρὸν εἴ τι τιμωρήσομαι, Or. 1102; gew. τινά τινος, ἐὰν τοὺς παρόντας τῆς ἐξαπάτης τιμωρησώμεϑα, Xen. An. 7, 1, 25. 4, 23 Hell. 6, 4, 19; auch τιμωρεῖσϑαί τινα ἀντί τινος, Her. 6, 135; aber τιμωρεῖσϑαι ὑπέρ τινος ist = für Einen Rache nehmen, Xen. An. 1, 3, 4, wie Dem. 30, 64; eben so τινί, s. oben beim pass.
-
18 τῑμάωρ
τῑμάωρ, ορος, ὁ, = τιμάορος, τιμωρός, Aesch. Suppl. 42.
-
19 τῑμήορος
-
20 каратель
кара||тельм ὁ τιμωρός.
См. также в других словарях:
τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ … Dictionary of Greek
τιμωρός — τῑμωρός , τιμωρός avenging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρός — ο αυτός που τιμωρεί, ο εκδικητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
τιμωρόν — τῑμωρόν , τιμωρός avenging masc/fem acc sg τῑμωρόν , τιμωρός avenging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯er-8 (*su̯er-) — u̯er 8 (*su̯er ) English meaning: to observe, pay attention Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben” Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… … Proto-Indo-European etymological dictionary
έκδικος — ο (AM ἔκδικος, ον) 1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός 2. υπερασπιστής 3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων αρχ. 1. παράνομος, άδικος 2. νόμιμος αντιπρόσωπος,… … Dictionary of Greek
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
αλαστορία — ἀλαστορία, η (Α) [ἀλάστορος] 1. η τιμωρός εκδίκηση τού υπέρτατου όντος 2. κακία, πονηρία, ανοσιότητα … Dictionary of Greek
αλιτήριος — ια, ιο (Α ἀλιτήριος, ιον) σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης αρχ. 1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος 2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα 3. αίτιος, ένοχος για κάτι 4. εκδικητής… … Dictionary of Greek