-
1 τιμητική
τῑμητική, τιμητικόςestimating: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 караул
караул м η φρουρά, το κα ραούλι нести \караул κρατώ κα ραούλι, είμαι της φρουράς почётный \караул η τιμητική φρου ρά смена \караула η αλλαγή φρουράς* * *мη φρουρά, το καραούλιнести́ карау́л — κρατώ καραούλι, είμαι της φρουράς
почётный карау́л — η τιμητική φρουρά
сме́на карау́ла — η αλλαγή φρουράς
-
3 величать
ρ.δ.μ.1. ονομάζω, αποκαλώ, προσαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προσηγορία•его -ли Гомером и Вергилием τον αποκαλούσαν Όμηρο και Βιργίλιο.
2. τραγουδώ προς τιμήν κάποιου.3. εκκλσ. παλ. δοξολογώ, υμνώ.1. ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία.2. δοξολογούμαι, υμνούμαι.3. (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι με το πατρώνυμο.4.•περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι. -
4 почётный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αξιότιμος, αξιοσέβαστος, σεπτός, ερίτιμος.2. τιμητικός•-ая грамота γράμμα τιμής•
почётный караул τιμητική φρουρά•
-ое место τιμητική θέση•
-ое звание τιμητικός τίτλος.
|| επίτιμος•почётный член επίτιμο μέλος•
почётный президиум•επίτιμο προεδρείο.
3. έντιμος•почётный мир έντιμη ειρήνη.
εκφρ.почётный легион – λεγεώνα της τιμής. -
5 τῑμητικός
τῑμητικός, schätzend, ehrend; – abschätzend; πινάκιον, Ar. Vesp. 167, das Stimmtäfelchen der Richter, ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον ἢ τὴν μικρὰν καὶ ἀπέλυον, Schol.; – ὁ τιμητικός, vir censorius, der Censor gewesen ist; ἡ τιμητικὴ ἀρχή, = τιμητεία, Plut. Aemil. P. 38.
-
6 караул
η φρουρά, η σκοπιάпочётный - τιμητική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > караул
-
7 эскорт
η συνοδεία, η ακολουθίαпочётный - τιμητική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эскорт
-
8 бенефис
бенефисм театр. ἡ εὐεργετική παράσταση [-ις], ἡ τιμητική. -
9 караул
караулм1. ή. φρουρά:почетный \караул ἡ τιμητική φρουρά· выставить (сменить) \караул βάζω (αλλάζω) φρουρά· нести́ \караул, стоять в (на) \карауле ἐκτελώ ὑπηρεσίαν φρουράς, φρουρῶ· заступа́ть в \караул πιάνω φρουρά·2. межд:\караул1 (на помощь) βοήθεια!· кричать \караул φωνάζω βοήθεια· ◊ взять на \караул воен. παρουσιάζω ὀπλα на \караул! воен. παρουσιάστε! -
10 почетный
почет||ныйприл τιμητικός, ἐπίτιμος, ἀξιότιμος, ἀξιοσέβαστος:\почетныйный член... τό ἐπίτιμο μέλος...· \почетныйный кара· у́л воен. ἡ τιμητική φρουρά· \почетныйное звание ὁ τιμητικός τίτλος. -
11 διαθεσιμότητα
[-ης (-ητος)] η воен.1) пребывание в действующем резерве (офицера, служащего);τιμητική διαθεσιμότητα — почётная отставка (по болезни, ранению);
2) отстранение от исполнения служебных обязанностей;θέτω σε διαθεσιμότητα — отстранять от исполнения служебных обязанностей
-
12 τιμητικός
-
13 φρουρά
η1) охрана, стража;ένοπλος φρουρά — конвой;
με φρουρά — или οπό φρουράν — под охраной;
2) пост; караул;τιμητική φρουρά — почётный караул;
αλλαγή φρουράς — смена караула;
είμαι της φρουρας — нести караул;
βάζω (πιάνω) φρουρά — выставлять (заступать в) караул;
3) гарнизон;υπηρεσία στη φρουρά — гарнизонная служба;
4) гвардия;η παλαιά (νέα) φρουρά — старая (молодая) гвардия
-
14 distinction
[-ʃən]1) ((the making of) a difference: He makes no distinction between male and female employees with regard to pay.) διάκριση2) (a grade awarded that indicates outstanding ability or achievement: She passed her exams with distinction.) τιμητική διάκριση -
15 guard of honour
(soldiers or other people who are lined up as an honour to someone important: A guard of honour greeted the President at the airport.) τιμητική φρουρά -
16 honour
['onə] 1. noun1) (respect for truth, honesty etc: a man of honour.) τιμή2) ((the keeping or increasing of) a person's, country's etc good reputation: We must fight for the honour of our country.) τιμή3) (fame; glory: He won honour on the field of battle.) δόξα4) (respect: This ceremony is being held in honour of those who died in the war.) τιμή5) (something which a person feels to be a reason for pride etc: It is a great honour to be asked to address this meeting.) τιμή6) (a title, degree etc given to a person as a mark of respect for his services, work, ability etc: He has received many honours for his research into cancer.) τιμητική διάκριση7) ((with capital: with His, Your etc) a title of respect used when talking to or about judges, mayors etc: My client wishes to plead guilty, Your Honour.) Εντιμότης,Εντιμότατε2. verb1) (to show great respect to (a person, thing etc): We should honour the Queen.)2) (to do, say etc something which is a reason for pride, satisfaction etc to: Will you honour us with your presence at the meeting?)3) (to give (someone) a title, degree etc as a mark of respect for his ability etc: He was honoured for his work with the mentally handicapped.)4) (to fulfil (a promise etc): We'll honour our agreement.)•- honorary- honourable
- honours
- in honour bound
- honour bound
- on one's honour
- word of honour -
17 благородие
-я ουδ.ευγένεια (τίτλος)•ваше благородие η ευγένεια σας (τιμητική προσφώνηση).
-
18 господин
-а, πλθ. -да, -од, -ам α.1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).εκφρ.быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος. -
19 караул
-а α.1. φρουρά, οι φύλακες•приставить караул εγκατασταίνω φρουρά•
сменить » αλλάζω τη φρουρά•
усилить караул ενισχύω τη φρουρά•
принять караул παραλαβαίνω τη φρουρά (τα καθήκοντα)•
заступать в караул αναλαβαίνω τα καθήκοντα, της φρουράς.
2. παλ. σκοπιά, φυλάκιο φρουράς.3. ωςεπιφ. βοήθεια!εκφρ.почётный караул – τιμητική φρουρά•быть (стоить) в -е ή на -е – είμαι φρουρά, φρουρώ•взять ή сделать на - – παρουσιάζω όπλα•взять ή посадить под караул – βάζω υπο φρούρηση•быть под -ом – είμαι φρουμούμενος, φρουρούμαι•держить под -ом – κρατώ υπο φρούρηση (υπό κράτηση)•хоть караул кричи – στην ανάγκη φώνωξε «βοήθεια!. -
20 маэстро
ουδ. άκλ. παλ. μαέστρος (τιμητική ονομασία παραγόντων τέχνης). || δεξιοτέχνης• μάστορας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τιμητική — τῑμητική , τιμητικός estimating fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
μισσέρ — και μίσσερ και μισέρ, ο (Μ μισσέρ και μισέρ και μεσ[σ]έρ και μεσσίρ και μίσσερ και μισσέρε και μισσί και μισσιέρ και μισσίρ και μισσίρε) (στη Βενετία και στις βενετοκρατούμενες περιοχές) τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση πριν από το όνομα ευγενών… … Dictionary of Greek
παρθικός — ή, ό / παρθικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πάρθοι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πάρθους («παρθική γλώσσα» μεσαιωνική ιρανική γλώσσα η οποία προερχόταν από την αρχαία επαρχία τής Παρθίας) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Παρθικά (κατά τον Ιω. Λυδ.)… … Dictionary of Greek
σταυραετός — και σταυραϊτός, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού αετού Hieraetus pennatus, τής οικογένειας ακκιπιτρίδες 2. τιμητική προσωνυμία τών κλεφτών που πολεμούσαν τους Τούρκους κατά την τουρκοκρατία 3. μτφ. τιμητική προσωνυμία γενναίου παληκαριού … Dictionary of Greek
τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… … Dictionary of Greek
φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek