-
41 лестница
η κλίμακα, разг. η σκάλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лестница
-
42 впускной
επ., επιτρεπτός, ελεύθερος εισόδου, διάβασης•впускной день в больнице μέρα ελεύθερης εισόδου στο νοσοκομείο.
|| του ανοίγματος, για άνοιγμα•впускной шлюз για άνοιγμα της κλεισάδας (υδατοφράχτη).
-
43 ярмарка
η εμποροπανήγυρ/ηη εμποροπανήγυρηη (εμπορική) έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ярмарка
-
44 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
45 кромка
1. (край чего-л.) το χείλος, η ακμήверхняя - киля мор. το άνω άκρο της τρόπιδας2. (ткани) η ούγια, η παρυφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кромка
-
46 пропускной
επ.της διέλευσης, της διόδου•пропускной билет εισιτήριο ελεύθερης εισόδου•
пропускной вид διαβατήριο ατελές.
|| απορροφητικός• του στυπώματος• διαποτιζόμενος•-ая бумага το στυπόχαρτο.
-
47 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
48 допуск
1. (право входа{}доступа{}) η άδεια εισόδου/πρόσβασης 2. тех. η ανοχ/ήназначать - и ορίζω/προσδιορίζω τις - ές2. (предполагать) υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допуск
-
49 калибр
το διαμέτρημα, η διάμετροςпредельный - οριακό -, τελικό -чистовой - καθαρό -, τελικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калибр
-
50 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
51 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
52 тамбур
1. ж.-д. η εξέδρα του βαγονιού, ο διάδρομος/η εξέδρα επικοινωνίας των οχημάτων/βαγονιών 2. арх. о σπόνδυλος του κίονα 3. (пристройка у входных дверей, предохраняющая от проникновения в помещение наружного воздуха) о κλειστός χώρος μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής θύρας/πόρτας (του σπιτιού, της κατοικίας), ο χώρος εισόδου, ο προθάλαμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тамбур
-
53 цепь
I. 1. (мех., мат, хим.) η αλυσίδα, η σειράмолекулярная - хим. μοριακή -прямая - хим. ευθεία -якорная мор. - άγκυρας2. эл. το κύκλωμαанодная (элн.) - ανοδίουизмерительная (эл.элн.) - μέτρησηςкабельная свз. - καλωδιακό -линейная - (эл.элн.) γραμμικό -- нагрузки (эл.элн.) - φορτίου- отключения (эл.элн.) - αποσύνδεσηςтормозная - φρένου/πέδης- управления (эл.элн.) - χειρισμούфизическая свз. - φυσικό -II.(горная) η οροσειρά, η βουνο-σειρά.III.(напр. пищевая) η (π.χ. τροφική) αλυσίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цепь
-
54 элемент
1. (составная часть чего-л.) το στοιχείοτο μέροςτο τμήμαгальванический - γαλβανικό -, η γαλβανική στήληисходный физ. - αρχικό -2. (химический источник тока) το στοιχεί/ο, η κυψελίδα (παραγωγής ρεύματος) 3. (устройство, прибор) το όργανο, η συσκευή, το σώμαсветочувствительный - το φωτοκύτταρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элемент
-
55 гласный
-
56 открытый
επ. από μτχ.1. ανοιχτός•-ое окно ανοιχτό παράθυρο.
2. απροκάλυπτος•-ая местность ανοιχτό μέρος.
|| ακάλυπτος, απροστάτευτος•открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.
3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.
4. γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός.
|| έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•открытый ворот ανοιχτός γιακάς•
блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.
5. ελεύθερος (εισόδου)•открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•
-ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.
6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•
открытый характер ευθύς χαρακτήρας.
7. του είδους, της μορφής•-ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.
8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.εκφρ.открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•- ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•- ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•- ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•- ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•под -ым небом – στο ύπαιθρο•с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•в -ом поле – στο ύπαιθρο.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τετράπολο — Στην ηλεκτρονική, ένα σύνολο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών και άλλων στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος (ωμικές αντιστάσεις, επαγωγές, χωρητικότητες), που χαρακτηρίζονται από 4 ακροδέκτες (πόλους), δύο εισόδου και δύο εξόδου της ηλεκτρικής ενέργειας… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια … Dictionary of Greek