-
1 отверстие
η οπ/ή, η τρύπα, το άνοιγμαсовмещать -ия ταιριάζω τις - ές, ευθυγραμμίζω τις - έςкормовое - мор. πρυμνιό -осушительное - δραίνωσης/αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отверстие
-
2 патрубок
тех. о σωλήνας διακλάδωσηςприёмный - εισαγωγής/αναρρόφησηςприёмный - осушительного насоса - αναρροφητικός - της αντλίας αποστράγγισης- турбины выхлопной - εξαγωγής (καυσαερίων) τουστροβίλου/της τουρμπίνας- центробежного вентилятора входной{}выходной{} - εισαγωγής/εξαγωγής του φυγόκενρου ανεμιστήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > патрубок
-
3 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
4 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
5 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
6 входной
επ.της εισόδου• της εισαγωγής•-билет το εισιτήριο•
-ая дверь Ιθύρα ; εισόδου, είσοδος•
-ое отверстие οπή εισαγωγής.
-
7 привозной
κ. привозныйεπ.1. της άφιξης ή της μεταφοράς•привозной день μέρα άφιξης ή μεταφοράς.
2. εισαγωγής, εξωτερικός, από το εξωτερικό•-ые товары εμπορεύματα εισαγωγής.
-
8 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
9 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
10 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
11 воздухоприёмник
1. (ёмкость) о αερο-δέκτης, το αεροφυλάκιο 2. (отверстие или трубопровод) η εισαγωγή (του) αέραο αεραγωγός (σωλήνας εισαγωγής του αέρα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздухоприёмник
-
12 воздухопровод
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздухопровод
-
13 глушитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глушитель
-
14 запрет
1. (запрещение) η απαγόρευση 2. физ. η εξαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запрет
-
15 изолятор
1. (физ., эл.) о μονωτήρας, о μονωτήςорешковый - эл. καρυοειδής -2. (помещение) το απο-μονωτήριο (ιατρείο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолятор
-
16 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
17 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
18 кингстон
1. (клапан) το επιστόμιο της εισαγωγής/εξαγωγής του θαλάσσιου ύδατος 2. (ящик) το κιβώτιο λήψης του θαλασσινού νερού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кингстон
-
19 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
20 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
См. также в других словарях:
εἰσαγωγῆς — εἰσαγωγέω guide pres ind act 2nd sg (doric) εἰσαγωγεύς introducer masc nom pl εἰσαγωγεύς introducer masc nom/voc pl εἰσαγωγή bringing in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
δυναμικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δυναμικού 2. το ανώτατο όριο στο οποίο μπορεί να εντείνει κανείς τις δυνάμεις του, η αποδοτικότητα, η δραστηριότητα 3. (στο εμπόριο) σε περιορισμό εισαγωγής προϊόντων το δικαίωμα που παραχωρείται σε εμπόρους ή βιομηχάνους για… … Dictionary of Greek
εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek