Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τζόκεϊ

См. также в других словарях:

  • τζόκεϋ — και τζόκεϊ, ο, Ν άκλ. 1. επαγγελματίας αναβάτης αλόγων τού ιπποδρόμου 2. (και ως ουδ.) το τζόκεϋ ή τζόκεϊ είδος καπέλου με μικρό γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jockey, σκωτικό υποκορ. τού ον. John] …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • αναβάτης — ο θηλ. τρια ο καβαλάρης, ο τζόκεϊ: Σε λίγο φάνηκαν τα άλογα με τους αναβάτες τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζόκεης — τζόκεης, ο και τζόκεϊ, ο άκλ. (λ. αγγλ.), επαγγελματίας αναβάτης αλόγων στον ιππόδρομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»