Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τζάμπα

  • 1 даром

    επίρ.
    1. δωρεά, χάρισμα, τζάμπα, απΑερωτο, έτσι•

    и даром не нужно και τζάμπα δεν το παίρνω.

    || πάμφτηνα•

    даром я это купил совершен-!• но даром το αγόρασα τελείως! τζάμπα.

    2. άδικα, ανώφελα, μάταια, στα χαμένα, άσκοπα, τζάμπα•

    весь день даром пропал όλη η μέρα πέρασε στα χαμένα•

    это вам не пройдет даром αυτό δε θα σας περάσει έτσι•

    это не даром досталось αυτό δεν αποκτήθηκε χωρίς κόπο.

    εκφρ.
    даром что – αν και•
    даром что старый, а глупей ребенка – αν και γέρος, όμως κουτότερος κι άπο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > даром

  • 2 бесплатно

    бесплатно δωρεάν, χωρίς πληρωμή τζάμπα (разг.)
    * * *
    δωρεάν, χωρίς πληρωμή; τζάμπα (разг.)

    Русско-греческий словарь > бесплатно

  • 3 даром

    даром 1) (бесплатно) δω ρεάν разг. τζάμπα 2) (на прасно) μάταια
    * * *
    1) ( бесплатно) δωρεάν; разг. τζάμπα
    2) ( напрасно) μάταια

    Русско-греческий словарь > даром

  • 4 даром

    даром
    нареч
    1. δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα:
    я купил это совершенно \даром τ' ἀγόρασα πάμφθηνα, τ' ἀγόρασα τζάμπα·
    2. (напрасно) μάταια, είς μάτην, του κάκου/ ἄδικα, ἀσκοπα [-ως] (бесцельно, зря):
    терять \даром время χάνω ἀδικα τόν καιρό μου· он не \даром сказал это δέν τό είπε τυχαία, δέν τό είπε στον ἀέρα· не \даром говорят... καλά λένε πώς... · ◊ это ему \даром не пройдет αὐτό θά τό πληρώσεί \даром что... ἀν καί..., μολονότι...

    Русско-новогреческий словарь > даром

  • 5 безвозмездио

    безвозмезди||о
    нареч τζάμπα, δωρεάν, χάρισμα.

    Русско-новогреческий словарь > безвозмездио

  • 6 бесплатно

    бесплатн||о
    нареч δωρεάν, ἀνέξοδα, ἀνεξόδως τζάμπα.

    Русско-новогреческий словарь > бесплатно

  • 7 бесценок

    бесцен||ок
    за \бесценокок τζάμπα, πάμφθηνα.

    Русско-новогреческий словарь > бесценок

  • 8 задаром

    задаром
    нареч разг τζάμπα, χάρισμα, δωρεά[ν].

    Русско-новогреческий словарь > задаром

  • 9 понюшка

    понюшк||а
    ж разг:
    \понюшка табаку́ μιά πρέζα καπνοῦ· ◊ пропасть ни за \понюшкау табаку́ χάνομαι ἄδικα, πηγαίνω τζάμπα

    Русско-новогреческий словарь > понюшка

  • 10 пушка

    пу́ш||ка
    ж τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι, τό τηλεβόλο[ν]:
    дальнобойная \пушка τό τηλεβόλο, τό κανόνι μεγάλου βελη-νεκοῦς' самоходная \пушка τό μηχανοκίνητο τηλεβόλο· стрелять из \пушкаек κανονιοβολώ, βάζω (ρίχνω) μέ τό κανόνι· ◊ взять на \пушкаку разг πιάνω κάποιον ко ρόιδο, παίρνω κάτι τζάμπα.

    Русско-новогреческий словарь > пушка

  • 11 репа

    реп||а
    ж τό γογγύλι, τό γουλί· ◊дешевле пареной \репаы разг πάμφθηνα, τζάμπα.

    Русско-новогреческий словарь > репа

  • 12 задаром

    [ζαντάραμ] επίρ. τζάμπα

    Русско-греческий новый словарь > задаром

  • 13 задаром

    [ζαντάραμ] επίρ τζάμπα

    Русско-эллинский словарь > задаром

  • 14 безвозмездно

    επίρ.
    δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > безвозмездно

  • 15 бесплатно

    επίρ.
    δωρεάν, απλήρωτα, τζάμπα, χάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > бесплатно

  • 16 бесценок

    -нка α.
    за бесценок πάμφθηνα, τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > бесценок

  • 17 валять

    ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о
    1. κυλίω, κυλώ•

    в снегу κυλώ στο χιόνι•

    валять в муке κυλώ στο αλεύρι•

    валять в грязи κυλώ στη λάσπη•

    валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).

    2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.
    3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.
    1. κυλιέμαι, κυλίομαι.
    2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•

    пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.

    || πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•

    шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.

    εκφρ.
    - на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•
    на дороге ή на улице ή на полуκ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > валять

  • 18 грош

    α.
    1. γρόσι.
    2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•

    это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.

    3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.
    εκφρ.
    грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•
    ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•
    в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•
    ни за -(погибнуть, пропастьκ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•
    ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•
    быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος.

    Большой русско-греческий словарь > грош

  • 19 даровщина

    θ. κ. даровщинка, -и θ. (απλ.) στην εκφρ. на -у τζάμπα, απλέρωτα.

    Большой русско-греческий словарь > даровщина

  • 20 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

См. также в других словарях:

  • τζάμπα — και τσάμπα Ν επίρρ. 1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν 2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα 3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ» [χάθηκε ή πέθανε]… …   Dictionary of Greek

  • τζάμπα — επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), δωρεάν, χωρίς πληρωμή: Δεν πλήρωσα, το πήρα τζάμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάκα — η 1. η απόκτηση και απόλαυση αγαθών σε βάρος άλλων, το να ζει κανείς σε βάρος άλλων, ο παρασιτισμός 2. κλοπή, αρπαγή 3. (ως επίρρ.) δωρεάν, χάρισμα, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a macca «άφθονα, πλουσιοπάροχα». ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρος,… …   Dictionary of Greek

  • ζουρνατζής — ο (Μ ζουρνατζής) ο μουσικός που παίζει ζουρνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρνάς + κατάλ. (α)τζής (πρβλ. παγωτ ατζής, τζαμπα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • μούχτι — και μπούχτι, το 1. χορτασμός. 2. (στην Κύπρο) (ως επίρρ.) δωρεάν, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπουχτίζω] …   Dictionary of Greek

  • τσάμπα — Ν επίρρ. βλ. τζάμπα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • geaba — GEÁBA adv. (pop.) în zadar, zadarnic, degeaba. – Din tc. caba. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  GEÁBA adv. v. degeaba, gratis, gratuit, inutil, zadarnic. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  geába adv …   Dicționar Român

  • δωρεάν — επίρρ. τροπ., χωρίς πληρωμή ή αμοιβή, τζάμπα: Τις Κυριακές η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρακαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάμπα — επίρρ., βλ. τζάμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»