-
1 даром
επίρ.1. δωρεά, χάρισμα, τζάμπα, απΑερωτο, έτσι•и даром не нужно και τζάμπα δεν το παίρνω.
|| πάμφτηνα•даром я это купил совершен-!• но даром το αγόρασα τελείως! τζάμπα.
2. άδικα, ανώφελα, μάταια, στα χαμένα, άσκοπα, τζάμπα•весь день даром пропал όλη η μέρα πέρασε στα χαμένα•
это вам не пройдет даром αυτό δε θα σας περάσει έτσι•
это не даром досталось αυτό δεν αποκτήθηκε χωρίς κόπο.
εκφρ.даром что – αν και•даром что старый, а глупей ребенка – αν και γέρος, όμως κουτότερος κι άπο παιδάκι. -
2 бесплатно
-
3 даром
-
4 даром
даромнареч1. δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα:я купил это совершенно \даром τ' ἀγόρασα πάμφθηνα, τ' ἀγόρασα τζάμπα·2. (напрасно) μάταια, είς μάτην, του κάκου/ ἄδικα, ἀσκοπα [-ως] (бесцельно, зря):терять \даром время χάνω ἀδικα τόν καιρό μου· он не \даром сказал это δέν τό είπε τυχαία, δέν τό είπε στον ἀέρα· не \даром говорят... καλά λένε πώς... · ◊ это ему \даром не пройдет αὐτό θά τό πληρώσεί \даром что... ἀν καί..., μολονότι... -
5 безвозмездио
безвозмезди||онареч τζάμπα, δωρεάν, χάρισμα. -
6 бесплатно
бесплатн||онареч δωρεάν, ἀνέξοδα, ἀνεξόδως τζάμπα. -
7 бесценок
бесцен||окза \бесценокок τζάμπα, πάμφθηνα. -
8 задаром
задаромнареч разг τζάμπα, χάρισμα, δωρεά[ν]. -
9 понюшка
понюшк||аж разг:\понюшка табаку́ μιά πρέζα καπνοῦ· ◊ пропасть ни за \понюшкау табаку́ χάνομαι ἄδικα, πηγαίνω τζάμπα -
10 пушка
пу́ш||каж τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι, τό τηλεβόλο[ν]:дальнобойная \пушка τό τηλεβόλο, τό κανόνι μεγάλου βελη-νεκοῦς' самоходная \пушка τό μηχανοκίνητο τηλεβόλο· стрелять из \пушкаек κανονιοβολώ, βάζω (ρίχνω) μέ τό κανόνι· ◊ взять на \пушкаку разг πιάνω κάποιον ко ρόιδο, παίρνω κάτι τζάμπα. -
11 репа
реп||аж τό γογγύλι, τό γουλί· ◊дешевле пареной \репаы разг πάμφθηνα, τζάμπα. -
12 задаром
[ζαντάραμ] επίρ. τζάμπα -
13 задаром
[ζαντάραμ] επίρ τζάμπα -
14 безвозмездно
επίρ.δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα. -
15 бесплатно
επίρ.δωρεάν, απλήρωτα, τζάμπα, χάρισμα. -
16 бесценок
-нка α.за бесценок πάμφθηνα, τζάμπα. -
17 валять
ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о1. κυλίω, κυλώ•в снегу κυλώ στο χιόνι•
валять в муке κυλώ στο αλεύρι•
валять в грязи κυλώ στη λάσπη•
валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).
2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.1. κυλιέμαι, κυλίομαι.2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.
|| πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.
εκφρ.- на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•на дороге ή на улице ή на полу – κ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα. -
18 грош
-а α.1. γρόσι.2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.
3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.εκφρ.грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•ни за -(погибнуть, пропасть – κ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος. -
19 даровщина
-ы θ. κ. даровщинка, -и θ. (απλ.) στην εκφρ. на -у τζάμπα, απλέρωτα. -
20 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τζάμπα — και τσάμπα Ν επίρρ. 1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν 2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα 3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ» [χάθηκε ή πέθανε]… … Dictionary of Greek
τζάμπα — επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), δωρεάν, χωρίς πληρωμή: Δεν πλήρωσα, το πήρα τζάμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάκα — η 1. η απόκτηση και απόλαυση αγαθών σε βάρος άλλων, το να ζει κανείς σε βάρος άλλων, ο παρασιτισμός 2. κλοπή, αρπαγή 3. (ως επίρρ.) δωρεάν, χάρισμα, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a macca «άφθονα, πλουσιοπάροχα». ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρος,… … Dictionary of Greek
ζουρνατζής — ο (Μ ζουρνατζής) ο μουσικός που παίζει ζουρνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρνάς + κατάλ. (α)τζής (πρβλ. παγωτ ατζής, τζαμπα τζής)] … Dictionary of Greek
μούχτι — και μπούχτι, το 1. χορτασμός. 2. (στην Κύπρο) (ως επίρρ.) δωρεάν, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπουχτίζω] … Dictionary of Greek
τσάμπα — Ν επίρρ. βλ. τζάμπα … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
geaba — GEÁBA adv. (pop.) în zadar, zadarnic, degeaba. – Din tc. caba. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 GEÁBA adv. v. degeaba, gratis, gratuit, inutil, zadarnic. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime geába adv … Dicționar Român
δωρεάν — επίρρ. τροπ., χωρίς πληρωμή ή αμοιβή, τζάμπα: Τις Κυριακές η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρακαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάμπα — επίρρ., βλ. τζάμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)