-
1 технический
τεχνικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > технический
-
2 технический
επ.τεχνικός•-ая осталость η τεχνική καθυστέρηση•
-ие усовершенствования τεχνικές τελειοποιήσεις•
технический кружок ο τεχνικός όμιλος•
-ие требование τεχνικές απαιτήσεις•
-ое образование τεχνική μόρφωση•
-ое оборудование τεχνικός εξοπλισμός•
технический термин τεχνικός όρος.
εκφρ.технический редактор – βλ. техред. -
3 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
4 техник
-
5 технический
-
6 технический
техническ||ийприл в раза. знач. τεχνικός:\техническийое образование ἡ τεχνική μόρφωση, ἡ τεχνική ἐκπαίδευση· \техническийое обо-ру́дование ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός· \техническийие культу́ры с.-х. οἱ βιομηχανικές καλλιέργειες· \технический редактор см. техред. -
7 директор
I.(руководитель) о διευθυντήςII.(многовибраторной антенны) ο οδηγός της ράβδου ή σύρμα της κεραίας μήκους περίπου Vi του μήκους των κυμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > директор
-
8 инженер
ο μηχανικόςглавный - ο αρχιμηχανικός, ο τεχνικός διευθυντήςдежурный - της βάρδι-ας/φυλακήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инженер
-
9 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
10 монтажная
ο χώρος συναρμολόγησης- ик ο τεχνικός της εγκατάστασης, разг. о μονταδόρος (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтажная
-
11 монтёр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтёр
-
12 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
13 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
14 представитель
ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представитель
-
15 работник
ο εργαζόμενος, ο υπάλληλοςτο στέλεχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > работник
-
16 советник
ο σύμβουλοςэкономический - см.финансовый -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > советник
-
17 специалист
ο ειδικ/όςο επαγγελματίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > специалист
-
18 техник
ο τεχνικός, ο τεχνίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > техник
-
19 техницизм
лингв. о πολύ στενός τεχνικός όρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > техницизм
-
20 цинк
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цинк
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τεχνικός — artistic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
τεχνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια τέχνη: Τεχνικό έργο. 2. ο κατασκευασμένος με τέχνη, καλοδουλεμένος: Αυτό το βάζο είναι τεχνικό. 3. αυτός που εφαρμόζει πρακτικά τις ανθρώπινες γνώσεις: Η τεχνική εκτέλεση του έργου. 4. ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνικά — τεχνικός artistic neut nom/voc/acc pl τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc/acc dual τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικώτερον — τεχνικός artistic adverbial comp τεχνικός artistic masc acc comp sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικωτάτων — τεχνικός artistic fem gen superl pl τεχνικός artistic masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικωτέραις — τεχνικός artistic fem dat comp pl τεχνικωτέρᾱͅς , τεχνικός artistic fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικωτέρων — τεχνικός artistic fem gen comp pl τεχνικός artistic masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικῶν — τεχνικός artistic fem gen pl τεχνικός artistic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικόν — τεχνικός artistic masc acc sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικώτατα — τεχνικός artistic adverbial superl τεχνικός artistic neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)