Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τεχνικά

  • 1 έγγραφο(ν)

    το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;

    δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;

    πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;

    ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;

    επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;

    πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;

    ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;

    μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;

    δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;

    τό σύνολον των έγγραφων — документация;

    τεχνικά έγγραφα — техническая документация

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έγγραφο(ν)

  • 2 έγγραφο(ν)

    το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;

    δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;

    πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;

    ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;

    επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;

    πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;

    ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;

    μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;

    δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;

    τό σύνολον των έγγραφων — документация;

    τεχνικά έγγραφα — техническая документация

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έγγραφο(ν)

  • 3 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 4 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

См. также в других словарях:

  • τεχνικά — τεχνικός artistic neut nom/voc/acc pl τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc/acc dual τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικά — Ν επίρρ. βλ. τεχνικός …   Dictionary of Greek

  • τεχνικάς — τεχνικά̱ς , τεχνικός artistic fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»