-
1 τελικός
[тээликос] επ. окончательный, конечный, заключительный, финальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τελικός
-
2 финальный
τελικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финальный
-
3 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
4 конечный
конечный τελικός' τελευταίος (последний)' \конечныйая остановка το τέρμα* \конечныйая цель о τελικός σκοπός* * *τελικός; τελευταίος ( последний)коне́чная остано́вка — το τέρμα
коне́чная цель — ο τελικός σκοπός
-
5 конечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. τελικός (που έχει τέλος).2. τελευταίος, στερνός•-ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.
3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.εκφρ.- ая цель – τελικός σκοπός•в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους. -
6 заключительный
заключительный τελικός \заключительный концерт το τελευταίο κοντσέρτο \заключительныйое слово о απολυτήριος λόγος* * *заключи́тельный конце́рт — το τελευταίο κοντσέρτο
заключи́тельное сло́во — ο απολυτήριος λόγος
-
7 матч
-
8 окончательный
окончательный τελικός, τελειωτικός· \окончательный результат το τελικό αποτέλεσμα* * *τελικός, τελειωτικόςоконча́тельный результа́т — το τελικό αποτέλεσμα
-
9 последний
последний в разн. знач. τελευταίος* τελικός (окончательный)· в \последний раз για τελευταία φορά* в \последнийее время τελευταία· кто \последний? ποιος είναι ο τελευταίος; \последнийие известия τα επίκαιρα* * *в разн. знач.τελευταίος; τελικός ( окончательный)в после́дний раз — για τελευταία φορά
в после́днее вре́мя — τελευταία
кто после́дний? — ποιος είναι ο τελευταίος
после́дние изве́стия — τα επίκαιρα
-
10 финальный
финальный: \финальныйая встреча спорт, о τελικός αγώνας* * *фина́льная встре́ча — спорт. ο τελικός αγώνας
-
11 заключительный
заключительныйприл τελικός, συμπερασματικός:\заключительныйое слово τό κλείσιμο (или ὁ τελικός) λόγος· \заключительныйое заседание ἡ τελική συνεδρίαση· \заключительныйая сцена ἡ σκηνή τοῦ φινάλε. -
12 конечный
конечн||ыйприл в разн. знач. τελευταίος, τελικός:\конечныйая станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· \конечныйая цель ὁ τελικός σκοπός· ◊ в \конечныйом счете τελικά, ἐν τέλει. -
13 финальный
финал||ьныйприл τελικός, τελευταίος:\финальныйьный аккорд τό φινάλε, τό τελευταίο ἀκκόρντο· \финальныйьная встреча спорт. ὁ τελικός ἀγώνας. -
14 заключительный
επ.τελικός•-ое слово ο τελικός λόγος στο κλείσιμο (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• -ая часть доклада το τελικό (τελευταίο) μέρος της εισήγησης•
-ое заседание τελευταία συνεδρίαση•
заключительный баланс ισολογισμός στο τέλος του καθολικού•
-ая сцена τελευταία πράξη (φινάλε) θεατρικού έργου•
-ая часть επίλογος•
заключительный акт τελική πράξη.
-
15 результатный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноτελειωτικός, τελικός•результатный счёт τελικός λογαριασμός.
-
16 автомат
1. (автоматический выключатель) ο αυτόματος διακόπτηςмасляный - λαδιού/ελαίου2. (в значении станок) η αυτόματη μηχανή 3. (механизм, аппаратура) ο αυτόματος μηχανισμός, η αυτόματη συσκευή 4. (оружие) το αυτόματο (όπλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомат
-
17 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
18 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
19 итоговый
1. (о сумме, о данных и т.п.) συνολικός, ολικός 2. (завершающий) τελικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > итоговый
-
20 кривошип
тех. о στρόφαλος, η μανι-βέλλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривошип
См. также в других словарях:
τελικός — pertaining to the supreme end masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικός — ή, ό / τελικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέλος, τελευταίος 2. (στους Στωικούς) αυτός που σχετίζεται με το τέλος, δηλαδή το ύψιστο αγαθό, ή αυτός που το εμπεριέχει («ἀγαθὰ τελικά», Στωικ.) 3. γραμμ. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
τελικός — ή, ό επίρρ. ά 1. τελευταίος, τελειωτικός: Τελικός αγώνας. 2. οριστικός, τελεσίδικος: Τελική απόφαση. 3. αυτός που αναφέρεται στο σκοπό: Τελικές προτάσεις συντακτικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελικά — τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc pl τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc/acc dual τελικά̱ , τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικώτερον — τελικός pertaining to the supreme end adverbial comp τελικός pertaining to the supreme end masc acc comp sg τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικωτάτων — τελικός pertaining to the supreme end fem gen superl pl τελικός pertaining to the supreme end masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικωτέρων — τελικός pertaining to the supreme end fem gen comp pl τελικός pertaining to the supreme end masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικῶν — τελικός pertaining to the supreme end fem gen pl τελικός pertaining to the supreme end masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικόν — τελικός pertaining to the supreme end masc acc sg τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικώτατον — τελικός pertaining to the supreme end masc acc superl sg τελικός pertaining to the supreme end neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελικαί — τελικός pertaining to the supreme end fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)