-
1 последний
последн||ийприл в разн. знач. τελευταίος, στερνός:в \последний раз γιά τελευταία φορά· в \последнийее время τόν τελευταίο καιρό, τελευταία, ἐσχάτως· \последнийие известия οἱ τελευταίες είδήσεις· \последнийее слово иау́ки ἡ τελευταία λέξη τής ἐπιστήμης· \последнийее желание, \последнийяя во́ля ἡ τελευταία ἐπιθυμία, ἡ στερνή θέληση· это \последнийее дело αὐτό εἶναι τό χειρότερο ἀπ· ὅλα· э́то \последнийее мое слово αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου κουβέντα· по \последнийей мо́де σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδα -
2 последний
последний в разн. знач. τελευταίος* τελικός (окончательный)· в \последний раз για τελευταία φορά* в \последнийее время τελευταία· кто \последний? ποιος είναι ο τελευταίος; \последнийие известия τα επίκαιρα* * *в разн. знач.τελευταίος; τελικός ( окончательный)в после́дний раз — για τελευταία φορά
в после́днее вре́мя — τελευταία
кто после́дний? — ποιος είναι ο τελευταίος
после́дние изве́стия — τα επίκαιρα
-
3 последний
-яя, -ееεπ.1. τελευταίος, τελικός• (υ)στερνός•последний дом на улице το τελευταίο σπίτι της οδού•
последний параграф τελευταία παράγραφος•
самый последний ο πιο τελευταίος, ακρο-τελευταίος, ο έσχατος.
|| επιθανάτιος•последний час η τελευταία ώρα ή στιγμή•
-яя воля η επιθανάτια επιθυμία•
последний вздох ξεψύχισμα.
|| ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο•отдать и -ее δίνω,και το τελευταίο.
2. νεότατος•-яя мода τελευταία μόδα•
-ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής.
3. τελειωτικός.4. κατώτατος, έσχατος• χείριστος, ο χειρότερος. || απρεπέστατος• υβριστικός.εκφρ.- ие времена – άσχημοι (δύσκολοι) καιροί•до -его – ως εκεί που δεν παίρνει άλλο. -
4 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
5 крик
крик м η φωνή, η κραυγή ◇ последний \крик моды η τελευταία λέξη της μόδας* * *мη φωνή, η κραυγή••после́дний крик мо́ды — η τελευταία λέξη της μόδας
-
6 недавно
недавно πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταία' совсем \недавно τώρα μόλις* * *πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταίαсовсе́м неда́вно — τώρα μόλις
-
7 крайний
крайн||ийприл1. (с краю) ἀκρινός, τελευταίος·2. (исключительный, чрезвычайный) ἐσχατος:\крайнийяя необходимость ἡ ἀπόλυτη (или ἡ ἐσχατη) ἀνάγκη·3. полит ἄκρος:\крайнийяя левая ἡ ἄκρα ἀριστερά· ◊ \крайнийяя цена ἡ τελευταία τιμή· \крайнийий срок ἡ τελευταία προθεσμία· по \крайнийей мере τουλάχιστο, τό λιγώτερο· в \крайнийем случае ἐν ἀνάγκη· на \крайнийий случай στή χειρότερη περίπτωση. -
8 заключительный
επ.τελικός•-ое слово ο τελικός λόγος στο κλείσιμο (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• -ая часть доклада το τελικό (τελευταίο) μέρος της εισήγησης•
-ое заседание τελευταία συνεδρίαση•
заключительный баланс ισολογισμός στο τέλος του καθολικού•
-ая сцена τελευταία πράξη (φινάλε) θεατρικού έργου•
-ая часть επίλογος•
заключительный акт τελική πράξη.
-
9 крайний
επ.1. ακρινός, άκρος, ακραίος•τελευταίος• ουραίος•-яя правая партия κόμμα της άκρας δεξιάς•
-яя цена τελευταία τιμή•
крайний срок τελευταία προθεσμία•
крайний север ο άκρος Βοράς.
2. έκτακτος, εξαιρετικός, έσχατος, απόλυτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
в -ем случае σε εξαιρετική περίπτωση, σε απόλυτη ανάγκη•
по -ей мере τουλάχιστο, το λιγότερο•
-яя необходимость επιταχτική ανάγκη•
- яя плоть (ανατ.) ακροβυστία, ακροποσθία.
-
10 поздний
-яя, -ееεπ.1. προχωρημένος, περασμένος•поздний час περασμένη ώρα•
они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•
-яя осень τέλος του Φθινοπώρου.
|| τελευταίος•поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•
поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.
2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•-ие цветы όψιμα άνθη.
|| απομακρυσμένος, μακρινός•-ие потомки μακρινοί απόγονοι.
εκφρ.самое -ее – το αργότερο. -
11 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
12 кода
муз. το τελευταία μέρος, το τέλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кода
-
13 поставка
1. (доставка) η παράδοσ/η- на условиях СИФ - με όρους C.I.F (κόστος, ασφάλεια2. (снабжение) η προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка
-
14 слой
1. (тех, физ.) το στρώμαвыравнивающий - стр. η εξωτερική στρώση (της ομαλοποίησης)горизонтальный - горн. οριζόντιο -культурный - арх. πολιτιστικό -на-крывочный стр. η τελευταία στρώσηотделочный - замазки стр. η τελική στρώση του σοβάподпочвенный - (геод.) το υπόστρωμαпсевдо-сжиженный - το ρευστοποιημένο υπόστρωμα, η ρευστοποιημένη κλίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слой
-
15 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
16 данные
да́нны||емн. (ед. данное с)1. (сведения) τά δεδομένα, τά στοιχεία, τά δοσμένα, οἱ πληροφορίες:цифровые \данные οἱ ἀριθμοί· по последним \данныем σύμφωνα μέ τά τελευταία στοιχεία· \данные разведки воен. οἱ πληροφορίες·2. (задатки) τά χαρίσματα, τά προσόντα:голосовые \данные τά φωνητικά χαρίσματα· иметь все \данные συγκεντρώνω ὅλα τά προσόντα. -
17 девяностый
девяност||ыйчисл. порядк. ἐνενηκοσ-τός:в \девяностыйых годах девятнадцатого века στήν τελευταία δεκαετηρίδα τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰώνα, στά 1890-1900. -
18 доживать
доживатьнесов ζῶ τίς τελευταίες μέρες:мы \доживатьем на даче последние дни τελειώνουμε τή διαμονή μας στήν ἐξοχή· \доживать свой век ζῶ τίς τελευταίες μέρες τῆς ζωής μου· он \доживатьет свой последние часы εἰνε στά τελευταία του· \доживать до глубокой старости ζῶ ὡς τά βαθειά γεράματα. -
19 известие
извести||ес \. ἡ είδηση [-ις], τό νέο, ἡ πληροφορία:приятное \известие ἡ εὐχάριστη είδηση· последние \известиея (по радио) τά τελευταία νέα, οἱ τελευταίες εἰδήσεις·2. мн. (периодическое издание) τό δελτίοΜ, τά πρακτικά:Известия Академии Наук СССР τό Δελτίον τής 'Ακαδημίας τῶν 'Επιστημών τής ΕΣΣΔ3. мн. (название газеты) ἡ Ίζβέστια -
20 капли
капл||иж1. ἡ σταγόνα [-ών], ἡ σταλαματιά, ἡ στάλα, ἡ ρανίδα:\капли за \каплией σταγόνα σταγόνα· по \каплие στἀλα στάλα·2. мн. (лекарство) οἱ σταγόνες·3. (самое малое количество) разг ἡ στάλα, τό κομματάκι:ни \каплии ὁβτε μιά στάλα· ◊ до \каплии μέχρι τήν τελευταία σταγόνα, μέχρι τρυγός· похожи как две \каплии воды εἶναι ἰδιοι κι ἀπαράλλαχτοι· \каплии в рот не брать δέν πίνω πιοτά· биться до последней \каплии крови μάχομαι μέχρι τελευταίας ρανίδος αίματος· \капли в море σταγόνα στον ὠκεανό· и \капли камень долбит καί σταγόνα τρώει τήν πέτρα.
См. также в других словарях:
τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖᾳ — τελευταῖαι , τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταία — τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc/acc dual τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίᾳ — τελευταί̱ᾱͅ , τελευταῖος last fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖ' — τελευταῖα , τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl τελευταῖε , τελευταῖος last masc voc sg τελευταῖαι , τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek