-
1 ταχύ-πτερος
ταχύ-πτερος, schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.
-
2 ταχύπτερος
τᾰχῠ-πτερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύπτερος
-
3 ταχύπτερος
-
4 ταχυπτερος
См. также в других словарях:
μαρμαρόπτερος — μαρμαρόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά που αστράφτουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ταχύ πτερος, χρυσό πτερος] … Dictionary of Greek
ταχύπτερος — η, ο /ταχύπτερος, ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ πτερος] … Dictionary of Greek