Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταχύ-πτερος

См. также в других словарях:

  • μαρμαρόπτερος — μαρμαρόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά που αστράφτουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ταχύ πτερος, χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύπτερος — η, ο /ταχύπτερος, ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ πτερος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»