-
1 ταχυδρόμος
[тахидромос] ουσ. а. почтальонΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταχυδρόμος
-
2 дипкурьер
дипкурьер м (дипломатический курьер) о διπλωματικός ταχυδρόμος* * *м(дипломати́ческий курье́р) ο διπλωματικός ταχυδρόμος -
3 почтальон
-
4 курьер
курьерм ὁ ταχυδρόμος / ὁ κλητήρας, ὁ κλητήρ (посыльный)/ ὁ ἀγγελιαφόρος (гонец):дипломатический \курьер ὁ διπλωματικός ταχυδρόμος. -
5 курьер
-а α.1. κλητήρας• αγγελιοφόρος.2. ταχυδρόμος•дипломатический курьер διπλωματικός ταχυδρόμος.
-
6 дипкурьер
дип. о διπλωματικός ταχυδρόμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дипкурьер
-
7 курьер
ο κλητήρας, дипломатический - о διπλωματικός ταχυδρόμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курьер
-
8 почтальон
ο ταχυδρόμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почтальон
-
9 гоиец
гоиецм ὁ μαντατοφόρος (вестник)/ ὁ ἀγγελιοφόρος, ὁ ταχυδρόμος (курьер). -
10 дипломатический
дипломат||и́ческийприл διπλωματικός:\дипломатическийи́ческий курьер ὁ διπλωματικός ταχυδρόμος· \дипломатическийи́ческий корпус τό διπλωματικό σῶμα· \дипломатическийи́ческие отношения οἱ διπλωματικές σχέσεις. -
11 письмоносец
письмоносецм ὁ ταχυδρόμος, ὁ διανομέας, ὁ γραμματοκομιστής. -
12 поеыльный
поеыльны||йм ὁ ἀγγελιαφόρος, ὁ ταχυδρόμος:посылать с \поеыльныйм στέλνω μέ ταχυδρόμο. -
13 почтальон
почтальонм ὁ ταχυδρόμος, ὁ γραμμα-τοκομιστής, ὁ -διανομέας ταχυδρομείου. -
14 разносчик
разносчикм:\разносчик газет ὁ ἐφημεριδοπώλης· \разносчик пи́сем ὁ γραμματοκομιστής, ὁ ταχυδρόμος. -
15 рассыльный
рассыльныйм ὁ ταχυδρόμος, ὁ διανομέας, ὁ κουριέρης / ὁ κλητήρας (в министерствах, в суде). -
16 гонец
[γκανιέτς] та. α ταχυδρόμος -
17 курьер
[κουρ'ιέρ] ουσ. α ταχυδρόμος, κούριερ -
18 рассыльный
[ρασσύλ'νυϊ] ουσ. α ταχυδρόμος -
19 гонец
[γκανιέτς] та. α ταχυδρόμος -
20 курьер
[κουρ'ιέρ] ουσ α ταχυδρόμος, κούριερ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ταχυδρόμος — fast running masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμος — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα της Κεφαλονιάς. Ιδρύθηκε το 1868. 2. Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ιδρύθηκε το 1880 και είναι η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα σε όλο τον κόσμο, που… … Dictionary of Greek
ταχυδρόμος — ο ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχυδρόμον — ταχυδρόμος fast running masc/fem acc sg ταχυδρόμος fast running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμα — ταχυδρόμος fast running neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμοι — ταχυδρόμος fast running masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμου — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμους — ταχυδρόμος fast running masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμων — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμῳ — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek