-
1 бандероль
бандероль ж το ταχυδρομι κό δέμα отправить \бандеролью στέστελνα ταχυδρομικό δέμα* * *жτο ταχυδρομικό δέμαотпра́вить бандеро́лью — στέλνω ταχυδρομικό δέμα
-
2 голубь
голубь м το.περιστέρι; почтовый \голубь το ταχυδρομικό περιστέρι \голубь мира το περιστέρι της ειρήνης* * *мτο -περιστέριпочто́вый го́лубь — το ταχυδρομικό περιστέρι
••го́лубь ми́ра — το περιστέρι της ειρήνης
-
3 перевод
перевод м 1) (на другой язык ) η μετάφραση 2) (почтовый) το (ταχυδρομικό) έμβασμα, η ταχυδρομική επιταγή 3) (на другое место) η μεταφορά, η μετάθεση* * *м1) ( на другой язык) η μετάφραση2) ( почтовый) το (ταχυδρομικό) έμβασμα, η ταχυδρομική επιταγή3) ( на другое место) η μεταφορά, η μετάθεση -
4 посылка
посылка ж 1) (действие) η αποστολή 2) (почтовая) το ( ταχυδρομικό) δέμα" отправить \посылкау στέλνω δέμα* * *ж1) ( действие) η αποστολή2) ( почтовая) το (ταχυδρομικό) δέμαотпра́вить посы́лку — στέλνω δέμα
-
5 сберегательный
сберегательный: \сберегательныйая касса το (ταχυδρομικό) ταμιευτήριο* * *сберега́тельная ка́сса — το (ταχυδρομικό) ταμιευτήριο
-
6 ценный
ценный 1) (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 2) (с обозначенной ценой): \ценныйая посылка το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία; \ценныйые бумаги τα χρεόγραφα* * *1) ( дорогой) πολύτιμος, ακριβός2) ( с обозначенной ценой)це́нная посы́лка — το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία
це́нные бума́ги — τα χρεόγραφα
-
7 бандероль
-и θ.1. ταχυδρομικό χαρτί περιτύλιξης.2. ταχυδρομικό ρολό.3. τελωνειακή ετικέττα (στο εμπόρευμα). -
8 почтовый
επ.ταχυδρομικός•-ое отделение ταχυδρομικός τομέας ή τμήμα•
-ые марки τα γραμματόσημα•
почтовый служащий ταχυδρομικός υπάλληλος•
почтовый ящик γραμματοκιβώτιο•
-ая карета ταχυδρομικό αμάξι•
-ая карточка ταχυδρομικό δελτάριο•
-ая бумага επιστολικός χάρτης (επιστολόχαρτο)•
-ая контора το ταχυδρομείο (τα γραφεία).
ουσ. -ые κ. -ые παλ. τα ταχυδρομικά άλογα. -
9 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон
-
10 голубь
зоол. το περιστέρι, η περιστερά- ятня ο περιστερώνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > голубь
-
11 карточка
η κάρτα, η καρτέλλαвизитная - η κάρτα, το επισκεπτήριοкредитная - (банк.) πιστωτική -почтовая - το ταχυδρομικό δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλучётная - το δελτίο/η κάρτα απογραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карточка
-
12 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
13 открытка
(почтовая) το (ταχυδρομικό) δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытка
-
14 перечисление
1. (чего-л. в определённой последовательности) η απαρίθμηση 2. (перевод) το έμβασμα (ταχυδρομικό ή τραπεζικό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перечисление
-
15 стенсель, стенсиль
το ταχυδρομικό ιχνάριο/στάμπο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стенсель, стенсиль
-
16 вагон
вагонм τό βαγόνι[ον], τό ὀχημα:спальный \вагон ἡ κλινάμαξα, τό βαγκόν-λί, βαγόνι ὑπνου; мягкий \вагон βαγόνι πρώτης θέσεως; жесткий \вагон βαγόνι τρίτης θέσεως; пассажирский \вагон τό ἐπιβατικό βαγόνι; багажный \вагон τό βαγόνι ἀποσκευών, ἡ σκευοφόρος; почтовый \вагон τό ταχυδρομικό βαγόνι; товарный \вагон τό φορτηγό βαγόνι; \вагон-рестора́н τό βαγκόν ρεστωράν, τό βαγόνι ἐστιατόριο; цельнометаллический \вагон βαγόνι ὀλομέταλλο. -
17 голубь
го́луб||ьм τό περιστέρι/ τό πιτσούνι (молодой)! τό ἀγριοπερίστερο[ν] (дикий):почтовый \голубь τό ταχυδρομικό περιστέρι· сизый \голубь τό γαλάζιο περιστέρι· ◊ \голубь мира τό περιστέρι τής είρήνης. -
18 открытка
открыткаж τό ταχυδρομικό δελτάριο, ἡ κάρτα, τό κάρτ-ποστάλ. -
19 отправление
отправлениес1. (писем, багажа и т. л.) τό στάλσιμο, ἡ ἀποστολή/ ἡ διεκ-περαίωση [-ις] (тк. предметов)·2. (отход) ἡ ἀναχώρηση (поезда)/ ὁ ἀπόπλους, ἡ ἄπαρση (парохода, корабля)·3. книжн. (обязанностей, должности) ἡ ἐκτέλεση[-ις]·4. (организма) ἡ λειτουργία·5. (отправляемый предмет) ἡ ταχυδρομική ἀποστολή, τό ταχυδρομικό δέμα -
20 почтовый
почтов||ыйприл ταχυδρομικός:\почтовыйое отделение τό ταχυδρομικό γραφείο, τό ταχυδρομείο[ν], ἡ πόστα· \почтовый перевод τό ταχυδρομικόν Εμβασμα, ἡ ἐπιταγή· \почтовый ящик τό γραμματοκιβώτιο[ν]· \почтовыйая марка τό γραμματόσημο[ν]· \почтовыйая карточка τό ταχυδρομικόν δελτάριο, ἡ κάρτ-ποστάλ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό Κύπρου — Άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1981 και στεγάζεται στη Λευκωσία (Αγίου Σάββα 3Β). Σκοπός του είναι να γνωρίσει στον επισκέπτη τον κόσμο του κυπριακού γραμματοσήμου και το έργο των ταχυδρομικών υπηρεσιών τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια. Στον … Dictionary of Greek
ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
βέρεδος — και βέρηδος, ο (Μ) ταχυδρομικό άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veredus ( i) «ταχυδρομικό άλογο»] … Dictionary of Greek
δελτάριον — δελτάριον, το [δέλτος] η μικρή δέλτος νεοελλ. 1. «ταχυδρομικό δελτάριο» μικρή ανοιχτή επιστολή σε λεπτό χαρτόνι 2. «εικονογραφημένο δελτάριο» ταχυδρομικό δελτάριο το οποίο έχει τη μία όψη εικονογραφημένη αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
List of banks in Greece — This is a list of banks from Greece: Note : S.A. (Société Anonyme, Greek: Α.Ε., literally Anonymous Company ) is used as a term for being incorporated (Inc.).*Bank of Greece S.A. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. *National Bank of Greece S.A. Εθνική… … Wikipedia
TT Hellenic Postbank — Staat Griechenland Sitz Athen Rechtsform … Deutsch Wikipedia
βερεδάριος — και βερηδάριος, ο (Μ) ο έφιππος ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέρεδος, βέρηδος ή, κατευθείαν, < λατ. veredarius ( ii) «έφιππος ταχυδρόμος» < veredus ( i) «ταχυδρομικό άλογο» (πρβλ. βέρεδος)] … Dictionary of Greek
δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… … Dictionary of Greek