Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ταχυδρομικό

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό Κύπρου — Άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1981 και στεγάζεται στη Λευκωσία (Αγίου Σάββα 3Β). Σκοπός του είναι να γνωρίσει στον επισκέπτη τον κόσμο του κυπριακού γραμματοσήμου και το έργο των ταχυδρομικών υπηρεσιών τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια. Στον …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • βέρεδος — και βέρηδος, ο (Μ) ταχυδρομικό άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veredus ( i) «ταχυδρομικό άλογο»] …   Dictionary of Greek

  • δελτάριον — δελτάριον, το [δέλτος] η μικρή δέλτος νεοελλ. 1. «ταχυδρομικό δελτάριο» μικρή ανοιχτή επιστολή σε λεπτό χαρτόνι 2. «εικονογραφημένο δελτάριο» ταχυδρομικό δελτάριο το οποίο έχει τη μία όψη εικονογραφημένη αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • List of banks in Greece — This is a list of banks from Greece: Note : S.A. (Société Anonyme, Greek: Α.Ε., literally Anonymous Company ) is used as a term for being incorporated (Inc.).*Bank of Greece S.A. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. *National Bank of Greece S.A. Εθνική… …   Wikipedia

  • TT Hellenic Postbank — Staat Griechenland Sitz Athen Rechtsform …   Deutsch Wikipedia

  • βερεδάριος — και βερηδάριος, ο (Μ) ο έφιππος ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέρεδος, βέρηδος ή, κατευθείαν, < λατ. veredarius ( ii) «έφιππος ταχυδρόμος» < veredus ( i) «ταχυδρομικό άλογο» (πρβλ. βέρεδος)] …   Dictionary of Greek

  • δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»