-
1 ταρσόομαι
A to be like basket-work, to be matted, of roots, Thphr.CP3.23.3; of the reticulation of veins,περὶ τὴν ὅλην κεφαλὴν ἐκτετάρσωται Hp.Oss. 12
; τεταρσωμέναι μασχάλαι, of plants with pinnatifid leaves, Dsc. 3.156, cf. 4.8; τετ. ναῦς with its oars complete (v.ταρσός 11.2
), Polyaen.3.9.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρσόομαι
-
2 ταρσός
ταρσ-ός, [dialect] Att. [full] ταρρός, ὁ: also with heterocl. pl. ταρσά, τά, Opp. C.3.470, Anacreont.9, APl.4.283 (Leont.), Nonn.D.1.270, al.: ([etym.] τέρσομαι):—A frame of wicker-work, crate, flat basket, for drying cheeses on,ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον Od.9.219
, cf.Theoc.11.37: generally, basket, Ar.Nu. 226.2 mat of reeds, such as were built into brickwork to bind it together,ταρσοὶ καλάμων Hdt.1.179
, SIG 245 G13 (Delph., iv B.C.);τ. καλάμου Th.2.76
.II of various broad flat surfaces, resembling aταρσός 1.1
, as,1 τ. ποδός flat of the foot. the part between the toes and the heel, Il.11.377, 388, cf. Hdt.9.37, Hp.Fract.9, Diog.Apoll.6 (but also, palm of the hand, ibid.);οὐλὴ ταρσῷ ἀριστερῷ PMich.Teb. 121r111
i3 (i A.D.): generally, foot, Anacreont.35.4, Opp.C.3.470, AP 5.26 (Rufin.), 9.653 (Agath.).2 τοὺς τ. τῶν κωπέων the rows of oars on the sides of ships, Hdt.8.12; so τοὺς τ. alone, Th. 7.40: sg., IG22.1628.590, Plb.1.50.3;ὁ δεξιὸς τ. τῆς νεώς Id.16.3.12
: sg., oar, E.IT 1346. -
3 ταρσόω
-
4 ταρσώδης
A like basket-work, matted, of roots, Thphr.HP6.7.4, 8.2.3; τῇ πλοκῇ ταρσώδεις (v.l. ταρσωταί) D.S.3.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρσώδης
-
5 τάρσωμα
A = ταρσός: pl., = οἱ στίχοι τῶν κωπῶν, Poll.1.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάρσωμα
-
6 ταρσωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρσωτός
См. также в других словарях:
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
ζωοθαλπώ — ζωοθαλπῶ, έω (Α) θερμαίνω τη ζωή, τη δημιουργία, με τη θαλπωρή δημιουργώ ή συντηρώ τη ζωή («καὶ τὸ πνεῡμα ἐπεφέρετο τοῑς ὕδασι ζωοθαλποῡν», Διόδ. Ταρσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπώ (< θαλπής < θάλπος < θάλπω)] … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek
ταρσύνω — ΜΑ ξηραίνω, τερσαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ταρσ τού τέρσομαι* «ξηραίνω», (πρβλ. ταρσός), κατά τα ρ. σε ύνω (πρβλ. ὀξύνω)] … Dictionary of Greek