Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ταριχεία

См. также в других словарях:

  • ταριχεία — ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc/acc dual ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχείᾳ — ταρῑχείᾱͅ , ταριχεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχεία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω] 1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα 2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα αρχ. 1. διαβροχή, μούσκεμα 2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι α)… …   Dictionary of Greek

  • ταριχείας — ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem acc pl ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηίας — ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem acc pl (ionic) ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem acc pl ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοταριχεία — η η τέχνη τής ταριχεύσεως ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ταριχεία (< ταριχεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ταριχειῶν — ταρῑχειῶν , ταριχεία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχεῖαι — ταρῑχεῖαι , ταριχεία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχείαις — ταρῑχείαις , ταριχεία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχείαν — ταρῑχείᾱν , ταριχεία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»