-
1 ταραξιπποστρατος
2ирон. повергающий в смятение сословие всадников, т.е. Κλέων Arph.
См. также в других словарях:
ταραξιππόστρατος — ον, Α (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Κλέωνος, άσπονδου εχθρού τής παράταξης τών ιππέων) αυτός που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή στην παράταξη τών ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. ἐτάραξα) + ἵππος + στρατός] … Dictionary of Greek
ταραξιππόστρατον — ταραξιππόστρατος troubling the horse array masc/fem acc sg ταραξιππόστρατος troubling the horse array neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)