-
1 классовый
классовый ταξικός \классовыйая борьба о ταξικός αγώνας* * *кла́ссовыйая борьба́ — ο ταξικός αγώνας
-
2 классовый
классовыйприл ταξικός:\классовыйая борьба ἡ ταξική πάλη· \классовыйое сознание ἡ ταξική συνείδηση· \классовыйый враг ὁ ταξικός ἐχθρός. -
3 борьба
борьба ж 1) ο αγώνας, η πάλη классовая \борьба αταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων \борьба за мир о αγώνας για την ειρήνη \борьба за независимость о αγώνας για την ανεξαρτη σία* национально-освободительная \борьба ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας 2) спорт, η πάλη вольная \борьба η ελεύθερη πάλη классическая \борьба η ελληνορωμαϊκή πάλη* * *ж1) ο αγώνας, η πάληкла́ссовая борьба́ — ο ταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
борьба́ за незави́симость — ο αγώνας για την ανεξαρτησία
национа́льно-освободи́тельная борьба́ — ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας
2) спорт. η πάληво́льная борьба́ — η ελεύθερη πάλη
класси́ческая борьба́ — η ελληνορωμαϊκή πάλη
-
4 враг
врагм1. ὁ ἐχθρός, ὁ ὀχτρός:классовый \враг ὁ ταξικός ἐχθρός· смертельный \враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός·2. (противник чего-л.) ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἐχθρός, ὁ πολέμιος. -
5 сословный
сослов||ныйприл τοῦ κοινωνικοῦ στρώματος, ταξικός. -
6 сословный
[σασλόβνυϊ] εκ. ταξικός -
7 сословный
[σασλόβνυϊ] επ ταξικός -
8 антагонизм
-а α.ανταγωνισμός•классовый антагонизм ο ταξικός ανταγωνισμός.
-
9 бой
боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.1. μάχη•наступательные бой επιθετικές μάχες•
бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•
поле боя το πεδίο της μάχης•
вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•
морской бой ναυμαχία•
решающий бой αποφασιστική μάχη•
рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•
уличный бой οδομαχία•
разгорался η μάχη άναψε•
вести бой διεξάγω μάχη•
взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•
дать бой δίνω μάχη•
вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•
принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•
уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•
отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•
сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•
выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.
2. αγώνας, πάλτρ•классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.
3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•кулачный бой η πυγμαχία.
4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•
барабанный бой η τυμπανοκρουσία.
5. σπάσιμο, θραύση•бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•
яйца-бой αυγά σπασμένα.
εκφρ.брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•бой-баба βλ. баба., -
10 враг
-а α.1. εχθρός•внутренние и внешние враги εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί•
классовый враг ταξικός εχθρός•
смертельный θανάσιμος εχθρός,
2. αντίπαλος, πολέμιος.3. ζημιωτής•язык мой-- мой παρμ. η γλώσσα μου είναι ο εχθρός μου• η γλώσσα κόνικαλα δεν έχει και κόκκαλα σπάζει.
4. παλ. ο δαίμονας, ο διάβολος,ο τρισκατάρατος•враг попутал меня ο διάβολος με τύλιξε (ανακάτεψε).
-
11 классовость
-и θ.ταξικότητα, ο ταξικός χαρακτήρας•классовость идеологии ταξικότητα της ιδεολογίας.
-
12 классовый
επ.ταξικός•-ая борьба ταξική πάλη•
-ые противоречия ταξικές αντιθέσεις.
См. также в других словарях:
ταξικός — ή, ό, Ν [τάξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κοινωνικές τάξεις (α. «ταξικές δακρίσεις» β. «ταξικός αγώνας» η πάλη τών τάξεων) 2. ο χωρισμένος σε τάξεις («ταξική κοινωνία» χαρακτηρισμός όλων τών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που είναι… … Dictionary of Greek
ταξικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις κοινωνικές τάξεις και μάλιστα στην εργατική: Ταξικός αγώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αταξικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη νευρολογική αταξία 2. αυτός που στερείται κοινωνικών τάξεων, στον οποίο δεν υπάρχει διάκριση τάξεων («αταξική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταξικός (με τη σημ. 1) < αταξία, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… … Dictionary of Greek
Ματσίνι, Τζουζέπε — (Giuseppe Mazzini, Γένοβα 1805 – Πίζα 1872). Ιταλός πολιτικός. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Γένοβα. Συμμετείχε από νεαρή ηλικία στην πολιτική και το 1827 έγινε μέλος του κινήματος των Καρμπονάρων.… … Dictionary of Greek