Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ταξικός

  • 1 классовый

    классовый ταξικός \классовыйая борьба о ταξικός αγώνας
    * * *

    кла́ссовыйая борьба́ — ο ταξικός αγώνας

    Русско-греческий словарь > классовый

  • 2 классовый

    классовый
    прил ταξικός:
    \классовыйая борьба ἡ ταξική πάλη· \классовыйое сознание ἡ ταξική συνείδηση· \классовыйый враг ὁ ταξικός ἐχθρός.

    Русско-новогреческий словарь > классовый

  • 3 борьба

    борьба ж 1) ο αγώνας, η πάλη классовая \борьба αταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων \борьба за мир о αγώνας για την ειρήνη \борьба за независимость о αγώνας για την ανεξαρτη σία* национально-освободительная \борьба ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας 2) спорт, η πάλη вольная \борьба η ελεύθερη πάλη классическая \борьба η ελληνορωμαϊκή πάλη
    * * *
    ж
    1) ο αγώνας, η πάλη

    кла́ссовая борьба́ — ο ταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων

    борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη

    борьба́ за незави́симость — ο αγώνας για την ανεξαρτησία

    национа́льно-освободи́тельная борьба́ — ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας

    2) спорт. η πάλη

    во́льная борьба́ — η ελεύθερη πάλη

    класси́ческая борьба́ — η ελληνορωμαϊκή πάλη

    Русско-греческий словарь > борьба

  • 4 враг

    враг
    м
    1. ὁ ἐχθρός, ὁ ὀχτρός:
    классовый \враг ὁ ταξικός ἐχθρός· смертельный \враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός·
    2. (противник чего-л.) ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἐχθρός, ὁ πολέμιος.

    Русско-новогреческий словарь > враг

  • 5 сословный

    сослов||ный
    прил τοῦ κοινωνικοῦ στρώματος, ταξικός.

    Русско-новогреческий словарь > сословный

  • 6 сословный

    [σασλόβνυϊ] εκ. ταξικός

    Русско-греческий новый словарь > сословный

  • 7 сословный

    [σασλόβνυϊ] επ ταξικός

    Русско-эллинский словарь > сословный

  • 8 антагонизм

    α.
    ανταγωνισμός•

    классовый антагонизм ο ταξικός ανταγωνισμός.

    Большой русско-греческий словарь > антагонизм

  • 9 бой

    боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.
    1. μάχη•

    наступательные бой επιθετικές μάχες•

    бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•

    поле боя το πεδίο της μάχης•

    вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•

    морской бой ναυμαχία•

    решающий бой αποφασιστική μάχη•

    рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•

    уличный бой οδομαχία•

    разгорался η μάχη άναψε•

    вести бой διεξάγω μάχη•

    взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•

    дать бой δίνω μάχη•

    вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•

    принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•

    уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•

    отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•

    сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•

    выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.

    2. αγώνας, πάλτρ•

    классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.

    3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•

    кулачный бой η πυγμαχία.

    4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•

    бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•

    барабанный бой η τυμπανοκρουσία.

    5. σπάσιμο, θραύση•

    бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•

    яйца-бой αυγά σπασμένα.

    εκφρ.
    брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•
    бой-баба βλ. баба.,

    Большой русско-греческий словарь > бой

  • 10 враг

    α.
    1. εχθρός•

    внутренние и внешние враги εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί•

    классовый враг ταξικός εχθρός•

    смертельный θανάσιμος εχθρός,

    2. αντίπαλος, πολέμιος.
    3. ζημιωτής•

    язык мой-- мой παρμ. η γλώσσα μου είναι ο εχθρός μου• η γλώσσα κόνικαλα δεν έχει και κόκκαλα σπάζει.

    4. παλ. ο δαίμονας, ο διάβολος,ο τρισκατάρατος•

    враг попутал меня ο διάβολος με τύλιξε (ανακάτεψε).

    Большой русско-греческий словарь > враг

  • 11 классовость

    θ.
    ταξικότητα, ο ταξικός χαρακτήρας•

    классовость идеологии ταξικότητα της ιδεολογίας.

    Большой русско-греческий словарь > классовость

  • 12 классовый

    επ.
    ταξικός•

    -ая борьба ταξική πάλη•

    -ые противоречия ταξικές αντιθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > классовый

См. также в других словарях:

  • ταξικός — ή, ό, Ν [τάξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κοινωνικές τάξεις (α. «ταξικές δακρίσεις» β. «ταξικός αγώνας» η πάλη τών τάξεων) 2. ο χωρισμένος σε τάξεις («ταξική κοινωνία» χαρακτηρισμός όλων τών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που είναι… …   Dictionary of Greek

  • ταξικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις κοινωνικές τάξεις και μάλιστα στην εργατική: Ταξικός αγώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αταξικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη νευρολογική αταξία 2. αυτός που στερείται κοινωνικών τάξεων, στον οποίο δεν υπάρχει διάκριση τάξεων («αταξική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταξικός (με τη σημ. 1) < αταξία, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ματσίνι, Τζουζέπε — (Giuseppe Mazzini, Γένοβα 1805 – Πίζα 1872). Ιταλός πολιτικός. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Γένοβα. Συμμετείχε από νεαρή ηλικία στην πολιτική και το 1827 έγινε μέλος του κινήματος των Καρμπονάρων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»