-
1 ταξιδιώτης
[таксидьбтис] ουσ. а. путешественник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταξιδιώτης
-
2 пассажир
-
3 путешественник
-
4 путешественник
ο ταξιδιώτης, ο οδοιπόρος-ца η ταξιδιώτρια, η ταξιδιώτισσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > путешественник
-
5 проезжий
проезж||ий1. прил διαβατός (γιά ὁχήματα):\проезжийая дорога ὁ διαβατός δρόμος·2. м ὁ περαστικός, ὁ ταξιδιώτης. -
6 путешествениик
путешествении||км ὁ ὁδοιπόρος, ὁ ταξιδιώτης, ὁ περιηγητής. -
7 путник
путникм ὁ ὁδοιπόρος, ὁ ταξιδιώτης. -
8 страиник
стра́ини||км1. уст. ὁ προσκυνητής, ὁ ὁδοιπόρος, ὁ στρατοκόπος·2. (путешественник) ὁ ταξιδιώτης. -
9 страиница
стра́ини||цаж1. уст. ἡ προσκυνήτρια, ἡ ὁδοιπόρος·2. (путешественница) ἡ ταξιδιώτης. -
10 путешественник
[πσυτισέστβιννικ] ουσ. α. ταξιδιώτης -
11 путник
[πούτνικ] ουσ. α. ταξιδιώτης, οδοιπόρος -
12 путешественник
[πσυτισέστβιννικ] ουσ α ταξιδιώτης -
13 путник
[πούτνικ] ουσ α ταξιδιώτης, οδοιπόρος -
14 вояжёр
-а α. παλ.ταξιδιώτης, περιηγητής. -
15 калика
-и α. κ. θ. παλ.1. στην έκφραση: калика перехожий (перехожая) προσκυνητής• στρατοκόπος, οδοιπόρος, ταξιδιώτης.2. (λκ. ποίηση) ζητιάνος (κυρίως τυφλός). -
16 путешественник
-а α.-ца, -ы θ.ο,η οδοιπόρος• ταξιδιώτης, -ισσα, περιηγητής, -τρία. -
17 путник
-а α.-ца, -ы θ.οδοιπόρος, ταξιδιώτης• δρομοκόπος, στρατοκόπος• διαβάτης. -
18 скиталец
-льца α., -лица, -ы θ. πλάνης, περιπλανόμενος, πλανόβιος• ταξιδιώτης.
См. также в других словарях:
ταξιδιώτης — ο, θηλ. ταξιδιώτισσα, Ν 1. αυτός που ταξιδεύει, ταξιδευτής 2. εμποροϋπάλληλος που περιοδεύει 3. επιβάτης ταξιδιωτικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. ώτης (πρβλ. στρατι ώτης)] … Dictionary of Greek
ταξιδιώτης — ο θηλ. ισσα αυτός που βρίσκεται στο δρόμο του ταξιδιού, ο οδοιπόρος, ο επιβάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Пападимос, Димитрис — Димитрис Пападимос Δημήτρης Παπαδήμος … Википедия
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek