-
1 ταλαντευω
1) колебать, качать(ταλαντεύεσθαι δεῦρο κἀκεῖσε Arst.)
τῆς μάχης δεῦρο κἀκεῖσε ταλαντευομένης Diod. — поскольку сражение велось с переменным успехом2) мерить, измерять, определять(τί τινι Anth.)
3) наклоняться, склоняться(ἐπὴ θάτερα Arst.)
-
2 ταλαντεύω
μετ. колебать, качать;1) — колебаться, качаться;ταλαντεύομαι
2) перен. колебаться, проявлять нерешительность -
3 ταλαντεύω
[таландэво] ρ колебать, качать. -
4 τανταλιζω
-
5 ταλαντώ
(ο) см. ταλαντεύω
См. также в других словарях:
ταλαντεύω — balance pres subj act 1st sg ταλαντεύω balance pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντεύω — ΝΜΑ, και τανταλεύω Μ 1. κάνω κάτι να κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, κουνώ εδώ κι εκεί 2. μέσ. ταλαντεύομαι κουνιέμαι όπως η πλάστιγγα γέρνοντας πότε εδώ και πότε εκεί ή πότε επάνω και πότε κάτω νεοελλ. μέσ. μτφ. έχω αμφίρροπη… … Dictionary of Greek
ταλαντεύω — εύτηκα 1. μτβ., κουνώ ρυθμικά. 2. ταλαντεύομαι. 3. αμτβ., λικνίζομαι, κουνιέμαι πότε εδώ πότε εκεί ρυθμικά. 4. δεν έχω σταθερότητα, διστάζω, αμφιρρέπω: Ταλαντεύεται μεταξύ του ναι και του όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλαντεύσει — ταλαντεύω balance aor subj act 3rd sg (epic) ταλαντεύω balance fut ind mid 2nd sg ταλαντεύω balance fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντεύσω — ταλαντεύω balance aor subj act 1st sg ταλαντεύω balance fut ind act 1st sg ταλαντεύω balance aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντεύῃ — ταλαντεύω balance pres subj mp 2nd sg ταλαντεύω balance pres ind mp 2nd sg ταλαντεύω balance pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντευομένων — ταλαντεύω balance pres part mp fem gen pl ταλαντεύω balance pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντευόμεθα — ταλαντεύω balance pres ind mp 1st pl ταλαντεύω balance imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντευόμενον — ταλαντεύω balance pres part mp masc acc sg ταλαντεύω balance pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντευόντων — ταλαντεύω balance pres part act masc/neut gen pl ταλαντεύω balance pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντεῦον — ταλαντεύω balance pres part act masc voc sg ταλαντεύω balance pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)