-
1 ταλαιπωρια
ион. τᾰλαιπωρίη ἥ страдание, мучение, мука(ἐν τοῖς ἔργοις Polyb.)
ἀποκαθάρσεις χολῆς μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης Thuc. — сопряженные с сильной болью выделения желчи;τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσί τε καὴ ἡλίῳ Her. — истомленные страданиями и солнечным зноем -
2 ταλαιπωρία
{сущ., 2}бедствие, страдание, мучение, мука.Ссылки: Рим. 3:16; Иак. 5:1. LXX: 7701 (דשֺׁ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταλαιπωρία
-
3 ταλαιπωρία
{сущ., 2}бедствие, страдание, мучение, мука.Ссылки: Рим. 3:16; Иак. 5:1. LXX: 7701 (דשֺׁ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταλαιπωρία
-
4 ταλαιπωρία
η страдание, мучение, мука -
5 ταλαιπωρία
бедствие, страдание, мучение, мука; LXX: (שֹׂד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταλαιπωρία
-
6 ταλαιπωρία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταλαιπωρία
-
7 ταλαιπωρία
[талэпориа]ουσ θ беда, несчастье, бедствие. -
8 συντριμμα
- ατος τό1) щель, трещинаσ. ἔχειν Arst. — дать трещину, быть расколотым
2) разрушение(σ. καὴ ταλαιπωρία NT.)
-
9 5004
{сущ., 2}бедствие, страдание, мучение, мука.Ссылки: Рим. 3:16; Иак. 5:1. LXX: 7701 (דשֺׁ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5004
См. также в других словарях:
ταλαιπωρία — ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc/acc dual ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίᾳ — ταλαιπωρίαι , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρία — η 1. σωματική κακοπάθεια, κοπιαστική προσπάθεια, κόπος. 2. στενοχώρια, βάσανο, μαρτύριο: Ζωή γεμάτη ταλαιπωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος … Dictionary of Greek
ταλαιπωρίας — ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem acc pl ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαι — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαν — ταλαιπωρίᾱν , ταλαιπωρία hard labour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριέων — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl (epic ionic) ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριῶν — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαις — ταλαιπωρία hard labour fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίη — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)