Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταιριάζω

См. также в других словарях:

  • ταιριάζω — 1 ταίριασα, ταιριασμένος βλ. πίν. 35 2 ταίριαξα, ταιριασμένος βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. ταιριάζει) Σημειώσεις: ταιριάζω : η παθητική φωνή (ταιριάζομαι, βλ. πίν. 36 ή 24 ) είναι σπάνια …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταιριάζω — ταίριασα και ταίριαξα, ταιριασμένος 1. συνδέω δύο όμοια σε ζευγάρι, τα κάνω ταίρια: Ταιριάζω τα γάντια. 2. συνδυάζω, φέρνω σε αρμονία: Ταιριάζω τα χρώματα. 3. αμτβ., συνδυάζομαι, είμαι κατάλληλος: Δεν ταιριάζει η γραβάτα με το μαντίλι. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταιριάζω — Ν [ταίρι] 1. συνδέω δύο όμοια πράγματα σε ζεύγος, τά κάνω ταίρια 2. συνδυάζω («ταιριάζω τους χρωματισμούς») 3. (αμτβ.) βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία, εναρμονίζομαι («οι φωνές μας δεν ταιριάζουν») 4. (ως απρόσ.) ταιριάζει αρμόζει, πάει,… …   Dictionary of Greek

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… …   Dictionary of Greek

  • εναρμόζω — (Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω) εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ ἐνήρμοσεν», Ευριπ.) αρχ. 1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω 2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι 3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι… …   Dictionary of Greek

  • εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… …   Dictionary of Greek

  • προσιδιάζω — Ν 1. αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι («ο χαρακτήρας που έχει προσιδιάζει μάλλον σε αγροίκο») 2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα («η διαγωγή αυτή προσιδιάζει μόνο σε βαρβάρους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ιδιάζω «αρμόζω, ταιριάζω». Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • συμπρέπω — ΜΑ ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ. β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»