-
1 ταιριάζω
(αόρ. (ε)ταίριασα и (ε)ταίριαξα) 1. μετ.1) подбирать пару (предметов); подбирать под пару, под стать (о людях); 2) приводить в соответствие; приспосабливать; прилаживать, пригонять, подгонять; сочетать (с чём-л.), подбирать под тон (к другому предмету);ταιριάζ τό σακκάκι με το πανταλόνι — подобрать брюки к пиджаку;
§ τα ταιριάσαμε мы поладили;2. αμετ. 1) подходить; соответствовать, быть впору, годиться;τό κλειδί δεν ταιριάζει — ключ не подходит;
2) быть под пару, под стать;δεν της ταιριάζει — он ей не ровня, не пара;
§ δεν ταιριάζει — не подобает, не приличествует;
δεν ταιριάζουν τα χνότα μας — а) мы не сходимся характерами; — б) мы расходимся во взглядах, наши мнения расходятся
-
2 ταιριάζω
[тэрьязо] р. (μτβ.) подбирать (под пару, одно к другому), (αμτβ.) быть под пару, подходить друг к другу, подобрать, быть приличным,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταιριάζω
-
3 ταιριάζω
[тэрьязо] ρ (μτβ) подбирать (под пару, одно к другому), (αμτβ) быть под пару, подходить друг к другу, подобрать, быть приличным. -
4 ταιριάζω
eslemek, uydurmak -
5 ταιριάζω
1) allier2) assortir -
6 ταιριάζω
matchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ταιριάζω
-
7 αξίζω
[ταιριάζω]taugen -
8 прийти
приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,επιρ. μτχ. придяρ.σ.1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•
почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•
поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•
зима -шла ο χειμώνας ήρθε.
|| επιστρέφω, γυρίζω.2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•
прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.
3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•
прийти в восторг ενθουσιάζομαι•
прийти в негодование αγανακτώ•
прийти в отчаяние απελπίζομαι•
прийти в недоумение αμηχανώ•
прийти в негодность αχρηστεύομαι•
прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.
εκφρ.прийти в голову – κ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•прийти в себя – συνέρχομαι•прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.1. έρχομαι, πέφτω•седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.
2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•
прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•
этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.
3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.
|| (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•что -тся ό,τι τύχει•
как -тся όπως λάχει•
когда -тся όταν τύχει.
4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.εκφρ.прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή. -
9 годиться
-
10 отвечать
отвечать 1) см. ответить 2) (соответствовать) ταιριάζω* * *1) см. ответить2) ( соответствовать) ταιριάζω -
11 подойти
подойти 1) (приблизиться) πλησιάζω· προσεγγίζω (тж.о корабле)' \подойтидите ближе!πλησιάστε! 2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω 3) (годиться) ταιριάζω· это мне не \подойтидёт αυτό δε μου κάνει подоконник м το περβάζι (παραθύρου)* * *1) ( приблизиться) πλησιάζω; προσεγγίζω (тж. о корабле)подойди́те бли́же! — πλησιάστε!
2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω3) ( годиться) ταιριάζωэ́то мне не подойдёт — αυτό δε μου κάνει
-
12 приспосабливать
приспосабливать, приспособить προσαρμόζω, ταιριάζω \приспосабливаться προσαρμόζομαι* * *= приспособитьπροσαρμόζω, ταιριάζω -
13 поладить
поладитьсов συνεννοούμαι, τά ταιριάζω:\поладить с кем-л. τά ταιριάζω μέ κάποιον. -
14 ладить
лажу, ладишьρ.δ.1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•ладить со всеми τά χω καλά με όλους•
один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•
они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).
2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•
ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.
3. σκοπεύω, προτίθεμαι.4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.
1. ταιριάζω•беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι. -
15 сойти
сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•
сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.
2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.3. βγαίνω, εξέρχομαι•сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.
4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•
сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•
поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•
шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.
5. λιώνω•снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•
краска сойтишла η μπογιά βγήκε•
ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).
|| (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.
|| περνώ, γίνομαι δεκτός•надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.
|| απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.εκφρ.сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.4. ταιριάζω• συμπίπτω•сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•
не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•
показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•
наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.
5. συμφωνώ•сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.
6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.
-
16 отверстие
η οπ/ή, η τρύπα, το άνοιγμαсовмещать -ия ταιριάζω τις - ές, ευθυγραμμίζω τις - έςкормовое - мор. πρυμνιό -осушительное - δραίνωσης/αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отверстие
-
17 подгонять
1. (доводить до нужного размера, формы) εφαρμόζω, προσαρμόζω, ταιριάζω 2. (гоня, приблизить к кому-, чему-л.) φέρνω, οδηγώ, κατευθύνω (κοντά, πλησίον).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подгонять
-
18 подходить
1. (приближаться к кому-, чему-л.) πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω 2. (оказываться в непосредственной близости с кем-, чем-л.) πλησιάζω, κοντεύω, φτάνω 3. (делая что-л., получать возможность приступать к чему-л. другому) πλησιάζω, φτάνω, προσεγγίζω 4. (быть годным, удобным, приемлемым для чего-л., соответствующим чему-л.) ταιριάζω, πηγαίνω, είμαι κατάλληλος 5. (ο тесте) φουσκώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подходить
-
19 приспосабливать
προσαρμόζω, εφαρμόζω, ταιριάζω-ся προσαρμόζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приспосабливать
-
20 совмещать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совмещать
См. также в других словарях:
ταιριάζω — 1 ταίριασα, ταιριασμένος βλ. πίν. 35 2 ταίριαξα, ταιριασμένος βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. ταιριάζει) Σημειώσεις: ταιριάζω : η παθητική φωνή (ταιριάζομαι, βλ. πίν. 36 ή 24 ) είναι σπάνια … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταιριάζω — ταίριασα και ταίριαξα, ταιριασμένος 1. συνδέω δύο όμοια σε ζευγάρι, τα κάνω ταίρια: Ταιριάζω τα γάντια. 2. συνδυάζω, φέρνω σε αρμονία: Ταιριάζω τα χρώματα. 3. αμτβ., συνδυάζομαι, είμαι κατάλληλος: Δεν ταιριάζει η γραβάτα με το μαντίλι. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταιριάζω — Ν [ταίρι] 1. συνδέω δύο όμοια πράγματα σε ζεύγος, τά κάνω ταίρια 2. συνδυάζω («ταιριάζω τους χρωματισμούς») 3. (αμτβ.) βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία, εναρμονίζομαι («οι φωνές μας δεν ταιριάζουν») 4. (ως απρόσ.) ταιριάζει αρμόζει, πάει,… … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… … Dictionary of Greek
εναρμόζω — (Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω) εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ ἐνήρμοσεν», Ευριπ.) αρχ. 1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω 2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι 3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι… … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… … Dictionary of Greek
προσιδιάζω — Ν 1. αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι («ο χαρακτήρας που έχει προσιδιάζει μάλλον σε αγροίκο») 2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα («η διαγωγή αυτή προσιδιάζει μόνο σε βαρβάρους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ιδιάζω «αρμόζω, ταιριάζω». Η λ.… … Dictionary of Greek
συμπρέπω — ΜΑ ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ. β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] … Dictionary of Greek