-
1 σήμερον
σήμερον, Adv.A to-day, Il.7.30, Od.17.186, E.Rh. 683, PHib.1.65.13 (iii B.C.), SIG1181.11 (Rhenea, ii B.C.), Ev.Matt.27.19, etc.; [dialect] Dor. [full] σάμερον [pron. full] [ᾱ] Pi.O.6.28, P.4.1; [dialect] Att. [full] τήμερον Cratin.123, Ar.Eq.68, etc., cf. Moer.p.364 P. (though σήμερον is sts. found in Com., Hermipp.80, Philem.121); εἰς τ. Pl.Smp. 174a; τὸ τ. ib. 176e; τὸ τ. εἶναι to-day, Id.Cra. 396e;ἡ τ. ἡμέρα D.4.40
; also in the form [full] τήμερα Ar.Fr. 401 (s.v.l.), cf. 296. (Prob. fr. κy ᾱμερον, containing stem [kcirc ]yo- 'this', cf. Lith. šis 'this', Lat. ci-tra: σήμερον ([etym.] τήμερον ) is to ἡμέρα as σῆτες ([etym.] τῆτες ) to ἔτος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σήμερον
-
2 τημελτημενίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τημελτημενίς
См. также в других словарях:
τήμερα — Α επίρρ. βλ. σήμερα … Dictionary of Greek
σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… … Dictionary of Greek