Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τέτοιος

  • 1 pareil

    τέτοιος

    Dictionnaire Français-Grec > pareil

  • 2 tel

    τέτοιος

    Dictionnaire Français-Grec > tel

  • 3 takový

    τέτοιος

    Česká-řecký slovník > takový

  • 4 taki

    τέτοιος

    Słownik polsko-grecki > taki

  • 5 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

  • 6 such

    1. adjective
    1) (of the same kind as that already mentioned or being mentioned: Animals that gnaw, such as mice, rats, rabbits and weasels are called rodents; He came from Bradford or some such place; She asked to see Mr Johnson but was told there was no such person there; I've seen several such buildings; I've never done such a thing before; doctors, dentists and such people.) τέτοιος
    2) (of the great degree already mentioned or being mentioned: If you had telephoned her, she wouldn't have got into such a state of anxiety; She never used to get such bad headaches (as she does now).) τέτοιος
    3) (of the great degree, or the kind, to have a particular result: He shut the window with such force that the glass broke; She's such a good teacher that the headmaster asked her not to leave; Their problems are such as to make it impossible for them to live together any more.) τέτοιος, τόσο(ς)
    4) (used for emphasis: This is such a shock! They have been such good friends to me!) μεγάλος,πολύ
    2. pronoun
    (such a person or thing, or such persons or things: I have only a few photographs, but can show you such as I have; This isn't a good book as such (= as a book) but it has interesting pictures.) αυτός,εκείνος,τέτοιος
    - such-and-such
    - such as it is

    English-Greek dictionary > such

  • 7 такой

    такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;
    * * *
    τέτοιος; τόσος ( настолько)

    тако́й большо́й — τόσο μεγάλος

    тако́й же — όμοιος, ίδιος

    таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο

    в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή

    что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει

    кто он ( или кто э́то) тако́й? — ποιος είναι αυτός

    Русско-греческий словарь > такой

  • 8 такой

    так||ой
    (такая, такое, мн. таки́е) мест, указ. τέτοιος, τοιοῦτος:
    он -\такой, какой есть τέτοιος πού εἶναι· он \такой силач! τί δυνατός πού εἶναι!· это \такойая интересная кни́га εἶναι τόσο ἐνδιαφέρον βιβλίο· это \такойόε зрелище! εἶναι τέτοιο θέαμα!· у него́ \такойи́е интересные мысли ἔχει τόσο ἐνδιαφέρουσες σκέψεις· \такой (же) ὀμοιος, παρόμοιος, ἰδιος, ἰδιος ἀκριβῶς· \такой же большой как... τόσο μεγάλος ὅσο... вы все \такойа́я же! είσθε πάντα ἡ ἰδια, δέν ἀλλάξατε καθόλου· в \такойо́м слу́чае ἐν τοιαύτη περιπτώσει· до \такойой степени σέ τέτοιο σημείο, σέ τέτοιο βαθμό· \такойи́м образом а) τοιουτοτρόπως, ἔτσι, μ· αὐτόν τόν τρόπο, б) (следовательно) λοιπόν что \такойое случилось? τί συνέβη;· кто \такой? ποιός εἶναι;· что же тут \такойо́го? τί τό παράξενο βλεπετε;· что же это \такойо́е? ὀίλλο πάλι αὐτό;· и все \такойо́е разг καί τά παρόμοια· \такойсяко́й разг ὁ πήξε κι ὁ δείξε.

    Русско-новогреческий словарь > такой

  • 9 какой-то

    -ая-то, -бе-то αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    какой-то человек вас спрашивает κάποιος άνθρωπος σας ζητάει.

    || τέτοιος, κάτι τέτοιος.

    Большой русско-греческий словарь > какой-то

  • 10 такой-сякой

    αντων. τέτοιος-πάντο ιος.
    εκφρ.
    такой-сякой (сухой)απλ. τέτοιος-πάντοιος.

    Большой русско-греческий словарь > такой-сякой

  • 11 таков

    таков
    (такова, таково́, мн. таковы) мест. τέτοιος, τοιοῦτος:
    я не \таков ἐγώ δέν εἶμαι ἀπ' αὐτούς· \таковό наше мнение αὐτή εἶναι ἡ γνώμη μας· все они \таковώ τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους· \таковώ факты ἔτσι ἔχουν τά γεγονότα· ◊ и был \таков разг ἀπό δῶ πδν κι οἱ ἀλλοι.

    Русско-новогреческий словарь > таков

  • 12 таковой

    таков||ой
    мест· уст., канц. τοιοῦτος, τέτοιος:
    как \таковой αὐτός καθ' ἐαυτός· если \таковойые имеются ἐάν ὑπάρχουν τέτοιοι (τέτοιες, τέτοια).

    Русско-новогреческий словарь > таковой

  • 13 характер

    характер
    м в разн. знач. ὁ χαρακτήρας:
    тяжелый \характер ὁ δύσκολος χαρακτήρας· человек с \характером ἄνθρωπος μέ χαρακτήρα· \характер местности ὁ χαρακτήρας τοῦ ἐδάφους· предприятие сомнительного \характера ὑποπτη ὑπόθεση· замечания критического \характера κριτικές παρατηρήσεις· ◊ выдержать \характер κρατώ ὡς τό τέλος· это не в его \характере δέν εἶναι τέτοιος χαρακτήρας.

    Русско-новогреческий словарь > характер

  • 14 таков

    [τακόφ] αντ. τέτοιος

    Русско-греческий новый словарь > таков

  • 15 таковой

    [τακαβόϊ] αντ. τέτοιος

    Русско-греческий новый словарь > таковой

  • 16 такой

    [τακόϊ] αντ. τέτοιος

    Русско-греческий новый словарь > такой

  • 17 таков

    [τακόφ] αντ τέτοιος

    Русско-эллинский словарь > таков

  • 18 таковой

    [τακαβόϊ] αντ τέτοιος

    Русско-эллинский словарь > таковой

  • 19 такой

    [τακόϊ] αντ τέτοιος

    Русско-эллинский словарь > такой

  • 20 вообще

    επίρ.
    1. γενικά, -ώς, εν γένει• κατά γενικόν κανόνα•

    вообще это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-• μως υπάρχουν και εξαιρέσεις.

    || κανονικά•

    вообще-то он прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.

    2. πάντοτε, πάντα•

    вообще он такой, не только сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα.

    || τελείως, εντελώς• καθόλου•

    я вообще сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο.

    εκφρ.
    вообще говоря ή сказать – μιλώντας γενικά.

    Большой русско-греческий словарь > вообще

См. также в других словарях:

  • τέτοιος — α, ο, Ν (επιθ. αντων.) 1. αυτού τού είδους, τοιούτος («τέτοιος πού σαι καλά να πάθεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ο τέτοιος ο κίναιδος 3. φρ. «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια» λέγεται για εκείνους που μιλούν σε ακατάλληλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίτοιος + ἔτοιος …   Dictionary of Greek

  • τέτοιος, -οια, -οιο — δεικτική αντων. 1. αυτού του είδους: Τέτοιο ζώο δεν ξαναείδα. 2. τάδε, ο, η, το (βλ. λ.): Μου είπε ο τέτοιος, πες τον ντε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • τοιόσδε — οιάδε, όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α (δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος) 1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ οἷος ὅδ ἐστί», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • έτοιος — α, ο (Μ ἔτοιος, α, ον) τέτοιος, τέτοιου είδους μσν. 1. τόσος, τόσο μεγάλος 2. φρ. «ἔτοιας λογῆς» έτσι, ως εξής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέτοιος, με σίγηση τού αρχικού συμφώνου] …   Dictionary of Greek

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»