-
1 τάπης
τάπης, ητος, ὁ, Teppich, Decke; bei Hom. zum Ueberdecken über Stühle und Betten gebraucht: εἷσεν δ' ἐν κλισμοῖσι τάπησί τε πορφυρέοισιν, Il. 9, 200; αὐτὰρ ὑπὸ κράτεσφι τάπης τετάνυστο φαεινός, 10, 156; οὖλοι, 16, 224; vgl. noch 24, 645 u. Od. 4, 298, δέμνι' ὑπ' αἰϑούσῃ ϑέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ πορφύρε' ἐμβαλέειν, στορέσαι τ' ἐφύπερϑε τάπητας, wie εὕδουσ' ἔν τε τάπησι καὶ ἐν τρητοῖς λεχέεσσιν, 10, 12; φορμὸν ἔχειν ἀντὶ τάπητος σαπρόν, Ar. Plut. 542.
-
2 τάπης
A carpet, rug,τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο Od.4.124
;χλαινάων.. οὔλων τε ταπήτων Il.16.224
; spread on seats and beds, , cf. 10.156, 24.645, Od.4.298, 10.12, Herod.2.44, SIG1106.121 (Cos, iv/iii B.C.);φορμὸν ἔχειν ἀντὶ τάπητος Ar.Pl. 542
; τάπης Αἰγύπτιος, Ἆφρος, etc., Edict.Diocl.19.21,24, al.--Later [dialect] Att. forms are τάπις, δάπις (qq. v.). -
3 ταπης
-
4 τάπης
τάπηςcarpet: masc nom sg -
5 τάπης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τάπης
-
6 τάπης
τάπης, ητος, ὁ, Teppich, Decke; zum Überdecken über Stühle und Betten gebraucht -
7 τυλο-τάπης
τυλο-τάπης, ητος, ὁ, späteres Wort statt ἀμφιτάπης, ein doppelter Teppich, der auf beiden Seiten recht ist, im plur., Euseb.
-
8 ἀμφι-τάπης
ἀμφι-τάπης, ητος, ὁ, Alexis B. A. 83 u. Diphil. Poll. 10, 38, u. ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, eine auf beiden Seiten wollige Decke, Sp.
-
9 ταπήτων
τάπηςcarpet: masc gen pl -
10 τάπησι
τάπηςcarpet: masc dat pl -
11 τάπησιν
τάπηςcarpet: masc dat pl -
12 τάπητα
τάπηςcarpet: masc acc sg -
13 τάπητας
τάπηςcarpet: masc acc pl -
14 τάπητες
τάπηςcarpet: masc nom /voc pl -
15 τάπητι
τάπηςcarpet: masc dat sg -
16 τάπητος
τάπηςcarpet: masc gen sg -
17 ταπις
-
18 δάπις
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάπις
-
19 tapete
tapēte, is, n. u. tapētum, ī, n. (τάπης), der Teppich, um Wände, Tische, Sofas, Fußböden usw. zu bekleiden, Nom. od. Akk. tapete, Caecil. com. inc. fab. XXXV. Turpil. com. 216; vgl. Fest. 351 (b), 5: Nom. u. Akk. Plur. tapetia, Plaut. Pseud. 147; Stich. 378. Valer. imp. bei Vopisc. Aurel. 12, 1. Vulg. 2. regg. 17, 28: Abl. Plur. tapetibus, Varro sat. Men. 212. Verg. Aen. 9, 325. Liv. 40, 24, 7. Ov. met. 13, 638. Vulg. prov. 7, 16 u. Ezech. 27, 20: Nom. Plur. tapeta, Poët. inc. fr. bei Prob. instit. art. 130, 1: Abl. Plur. tapetis, Verg. Aen. 7, 277. Plin. 8, 191. Mart. 14, 147, 1. Apul. met. 10, 18. – / Der griech. Nom. tapes (masc.) ist ungebr. nach Charis. 62, 7: Akk. Sing. tapeta, Sil. 4, 270: Abl. Sing. tapete, Sil. 17, 64: Akk. Plur. tapetas, Verg. Aen. 9, 358. Stat. Theb. 1, 518; 10, 107.
-
20 ταπίς
См. также в других словарях:
τάπης — carpet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπήτων — τάπης carpet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπησι — τάπης carpet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπησιν — τάπης carpet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητα — τάπης carpet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητας — τάπης carpet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητες — τάπης carpet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητι — τάπης carpet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητος — τάπης carpet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek