Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σῡριγμός

См. также в других словарях:

  • συριγμός — σῡριγμός , συριγμός shrill piping sound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριγμός — και συρισμός, ο, ΝΜΑ [συρίζω] σφύριγμα αρχ. 1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.) 2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος 3. ο συριστικός ήχος που… …   Dictionary of Greek

  • позвиздание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. συριγμός) освистание, осмеяние.    …   Словарь церковнославянского языка

  • κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ποίφυγμα — τὸ, Α [ποιφύσσω] 1. ισχυρό φύσημα, έντονος συριγμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποίφυγμα σχῆμα ὀρχηστικόν» …   Dictionary of Greek

  • ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία …   Dictionary of Greek

  • πόππυσμα — τὸ, ΜΑ [ποππύζω] μσν. συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη αρχ. 1. κολάκευμα, θωπεία 2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών …   Dictionary of Greek

  • ροίζησις — ήσεως, ἡ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. συριγμός, σφύριγμα 2. η κίνηση τού βέλους, το σφύριγμα τού βέλους …   Dictionary of Greek

  • ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… …   Dictionary of Greek

  • σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • συρισμός — ο, ΝΑ βλ. συριγμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»