-
1 σῡριγμός
σῡριγμός, ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen, Xen. Conv. 6, 5; καὶ χλευασμός, Pol. 30, 20, 6; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton, συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen; Sp., wie Plut. u. Arr.
-
2 συριγμος
ὅ1) насмешливый свист, свистки, освистывание Xen., Polyb., Plut.2) свист, шипение (sc. τοῦ ὄφεως Arst.) -
3 σῡριγμός
σῡριγμός, ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton; συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen -
4 συριγμός
σῡριγμός, συριγμόςshrill piping sound: masc nom sg -
5 συριγμός
ο1) свист; свисток; гудение; гудок; 2) шипение; 3) освистывание -
6 συριγμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-3-0-1=4 Jer 19,8; 25,9; 32(25),18; Wis 17,9hissing (of a snake) Wis 17,9; id. (metaph. of a city) Jer 19,8 Cf. CAIRD 1976, 82; LARCHER 1985, 961 -
7 συριγμός
συριγ-μός, ὁ,A shrill piping sound, hissing, as of serpents, Arist.HA 536a6, Str.9.3.10 (pl.); in sign of derision, X.Smp.6.5; as a military signal, Aen. Tact.24.17;σ. καὶ χλευασμοί Plb.30.29.6
; σ. κάλων the whistling of rigging, D.H.Comp.16; of the sound of sibilants, ib.14; hissing in the theatre, Plu.Cic.13; of the cry of elephants, Arr.An.5.17.7; singing in the ears, Dsc.2.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συριγμός
-
8 συριγμός
hışlama, ıslık sesi, hışırtı -
9 δια-συριγμός
δια-συριγμός, ὁ, v. l. für διασυρμός, D. Sic. 14, 109.
-
10 tıslama
συριγμός -
11 συρισμος
-
12 σῡρισμός
σῡρισμός, ὁ, = συριγμός, Luc. Gymn. 32.
-
13 свист
το σφύριγμα, το σύριγμα, ο συριγμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свист
-
14 стридор
мед. о συριγμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стридор
-
15 шипение
(ак) το σφύριγμα, ο συριγμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шипение
-
16 гудение
гудениес ἡ βοή, ὁ βόμβος / ὁ συριγμός, τό σφύριγμα (гудка). -
17 присвист
присвистм τό σύριγμα, ὁ συριγμός:говорить с \присвистом μιλώ μέ σύριγμα -
18 συριγμοίς
-
19 συριγμοῖς
-
20 συριγμοίσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συριγμός — σῡριγμός , συριγμός shrill piping sound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγμός — και συρισμός, ο, ΝΜΑ [συρίζω] σφύριγμα αρχ. 1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.) 2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος 3. ο συριστικός ήχος που… … Dictionary of Greek
позвиздание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. συριγμός) освистание, осмеяние. … Словарь церковнославянского языка
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
ποίφυγμα — τὸ, Α [ποιφύσσω] 1. ισχυρό φύσημα, έντονος συριγμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποίφυγμα σχῆμα ὀρχηστικόν» … Dictionary of Greek
ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία … Dictionary of Greek
πόππυσμα — τὸ, ΜΑ [ποππύζω] μσν. συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη αρχ. 1. κολάκευμα, θωπεία 2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών … Dictionary of Greek
ροίζησις — ήσεως, ἡ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. συριγμός, σφύριγμα 2. η κίνηση τού βέλους, το σφύριγμα τού βέλους … Dictionary of Greek
ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… … Dictionary of Greek
σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
συρισμός — ο, ΝΑ βλ. συριγμός … Dictionary of Greek