Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σῑτευτής

См. также в других словарях:

  • σιτευτής — ὁ, Α [σιτεύω] αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη τροφή έτσι ώστε να παχύνουν …   Dictionary of Greek

  • σιτευταί — σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc pl σῑτευταί , σιτευτός fed up fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτοῦ — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen sg σῑτευτοῦ , σιτευτός fed up masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτήν — σιτευτής one who feeds up cattle masc acc sg (attic epic ionic) σῑτευτήν , σιτευτός fed up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτῶν — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up fem gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτά — σιτευτά̱ , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc/acc dual σιτευτής one who feeds up cattle masc voc sg σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic) σῑτευτά , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc pl σῑτευτά̱ , σιτευτός fed up fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτάς — σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc acc pl σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτευτά̱ς , σιτευτός fed up fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτιστάριος — ὁ, Α ο σιτευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτιστός + κατάλ. άριος (< λατ. arius)] …   Dictionary of Greek

  • σιτιστής — ο, ΝΜ [σιτίζω] νεοελλ. στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας μσν. ο σιτευτής* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»