-
1 συνταφος
См. также в других словарях:
ομόταφος — ὁμόταφος, ον (Α) αυτός που έχει ταφεί μαζί με άλλον, ο θαμμένος μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. σύν ταφος] … Dictionary of Greek
σύνταφος — και αττ. τ. ξύνταφος, ον Α αυτός που είναι θαμμένος στον ίδιο τάφο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. ἀπό ταφος] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
συνταυρόταφος — ὁ, A αυτός που θάβει ταύρους με τη βοήθεια άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταῦρος + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. κριό ταφος] … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… … Wikipedia
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… … Dictionary of Greek
μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek