Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σύν-τροφος

См. также в других словарях:

  • θηρότροφος — θηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται από τη σάρκα θηρίων, αυτός που έχει ως τροφή άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λευκό τροφος, σύν τροφος] …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»