-
1 συκινος
31) из фигового дерева, смоковничный(κλῳός Arph.; τορύνη Plat.; φύλλα Arst.)
καπνὸς ξύλου συκίνου Arph. — дым от смоковничных дров, т.е. очень едкий2) ( ввиду губчатости и непригодности фиговой древесины) негодный, дрянной(ἄνδρες Theocr.; σύζυγος Arph.)
ἥ συκίνη γνώμη Luc. — тупоумие3) приготовленный из фиг(πόμα Plut.)
-
2 σύκινος
ίνη, ον см. συκήσιος
См. также в других словарях:
σύκινος — of the figtree masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκινος — η, ο / σύκινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκιά ή αυτός που προέρχεται από τη συκιά, συκήσιος («σύκινον ξύλον», Ιπποκρ.) 2. αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («πώμα σύκινον» ποτό ή κρασί από σύκα, αφέψημα σύκων, Πλούτ.) αρχ … Dictionary of Greek
συκίνων — σύκινος of the figtree fem gen pl σύκινος of the figtree masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκινον — σύκινος of the figtree masc acc sg σύκινος of the figtree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίνη — σύκινος of the figtree fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίνην — σύκινος of the figtree fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίνης — σύκινος of the figtree fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίνοις — σύκινος of the figtree masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίνοισιν — σύκινος of the figtree masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίνου — σύκινος of the figtree masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίνους — σύκινος of the figtree masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)