-
1 σήπομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to rot, to become rotten', act. `to make rot' (Il.).Other forms: Perf. σέσηπα, aor. σαπῆναι (Il.), fut. σαπήσομαι (Hp., Pl. a. o.), also act. σήπω (IA.), non-pres. forms rare: fut. σήψω (A. Fr. 275 = 478M.), aor. σῆψαι (Ael.).Derivatives: Subst.: 1. σηπεδών, - δόνος f. `decomposition', pl. `rotting juices' (Hp., Antipho Soph., Pl. a. o.; as τηκεδών a. o.), also as des. of a snake, of which the bites cause putrescence (Nic., Ael.; as τερηδών a.o.; Chantraine Form. 360f., Schwyzer 529); from it - δονώδης, - δονικός (medic.); 2. σῆψις ( ἀπό-, σύν- a.o.), Dor. (Ti. Locr.) σᾶψις f. `decomposition, fermentation' (Emp., Hp., Arist. a.o.); 3. σήψ, σηπός f. `festering sore' (Hp., Dsc.), m. kind of snake (also lizard), of which the bites cause thirst and fire (Arist., Nic. a.o.); 4. σήπη f. `decomposition' (Aq.), σηπο-ποιός = σηπτικός (Alex. Aphr.); 5. σηπετοῦ σηπεδόνος H. (from σήπομαι or σήψ; Chantraine Form. 300, Schwyzer 501). -- Adj.: 6. σηπ-τός `rotten' (Arist.), `causing rot' (Dsc. a. o.), earlier and more often attested ἄ-σηπ-τος `not rotting' (Hp., X., Arist., Thphr. a.o.); 7. - τικός `causing rot' (Hp., Arist. a.o.); 8. - τήριος `id.' (Hp.). -- Verb: 9. σηπ-εύω = σήπω (Man.); rather enlarged from σήπω than from σήπη. -- With other ablaut: 10. σαπ-ρός `rotting, rotten, rancid', of wine `matured' (IA), with σαπρ-ίας οἶνος (Hermipp.), - ότης f. `decomposition' (Pl., Arist. etc.), - ίζομαι (Hp.), - ύνομαι (Nic.), - όομαι (sch.) `to rot', - ίζω `to make rot' (LXX).Etymology: Seen the structur no soubt inherited word, but as opposed to the synonyms πύθομαι, πύθω isolated. -- On Skt. kyāku n. `mushroom' and Lith. šiùpti `putrefy', which have been connected (lit. in Bq and WP. 1, 500), cf. Mayrhofer resp. Fraenkel s. v. On σηπία s. v.Page in Frisk: 2,696-697Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σήπομαι
-
2 σήπομαι
(αόρ. εσάπην) гнить -
3 σήπομαι
σήπωmake rotten: pres ind mp 1st sg -
4 σήπομαι
pass. гнию -
5 ἀπο-σήπομαι
ἀπο-σήπομαι, wozu das perf. ἀποσέσηπα gehört, abfaulen, bes. vom Erfrieren der Zehen, Xen. An. 5, 8, 15; πόδες ἀπὸ κρύους ἀποσαπέντες Luc. adv. Ind. 6. Auch ἀποσέσηπα τοὺς δακτύλους, mir sind die Zehen abgefroren, Xen. An. 4, 5, 12.
-
6 ἐν-σήπομαι
ἐν-σήπομαι, darin verfaulen, Sp.
-
7 ἐγ-κατα-σήπομαι
ἐγ-κατα-σήπομαι, darin faulen, Sp.
-
8 σήπομ'
σήπομαι, σήπωmake rotten: pres ind mp 1st sg -
9 σήπω
σήπω, faulmachen, in Fäulniß bringen, durch Fäulniß zu Grunde richten; ἄκανϑα ποντίου βοσκήματος σήψει παλαιὸν δέρμα, Aesch. frg. 257; ἔχιδν' ἔφυ σήπειν ϑιγοῦσ' ἂν ἄλλον, Ch. 995; u. in Prosa: Plat. Tim. 84 d; καὶ ἀπολλύναι, Theaet. 153 c; auch = gähren machen, in Gährung bringen. – Gew. im pass. σήπομαι, mit aor. II. ἐσάπην, conj. σαπήῃ, Il. 19, 27, σαπείς, u. perf. II. σέσηπα, verfaulen, verwesen, faul sein; χρὼς σήπεται, 24, 414; χρόα πάντα σαπήῃ, 19, 27; περὶ ῥινοῖο σαπείσης, Hes. Sc. 152; δοῠρα σέσηπε, Il. 2, 135; ὁ μηρὸς ἐσάπη, τοῠ μηροῠ σαπέντος, Her. 3, 66. 6, 136; Plat. Phaed. 80 d 87 e; αἷμα πατρὸς μέλαν σέσηπεν, Eur. El. 319; σεσηπυῖα τροφή, Ggstz von νεαρά, S. Emp. pyrrh. 1, 56; σεσηπὼς τὸ σκέλος, Luc. Philops. 11; Philopatr. 20 σεσημμένον γερόντιον, welche Form auch Arist. H. A. 9, 1 hat. – Auch = gähren, in Gährung gerathen, κριϑῆς ἐν ὕδατι σαπείσης, D. Hal. epit. 13, 16.
-
10 αποσηπομαι
(pf. act. ἀποσέσηπα) отгнивать, омертвеватьἀ. ὑπὸ τοῦ ψύχους Xen. или ἀπὸ κρύους Luc. — быть отмороженным
-
11 διασηπομαι
-
12 загнивать
σαπίζω, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загнивать
-
13 прогнивать
σαπίζω, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогнивать
-
14 разложиться
1. (разместиться) τακτοποιούμαι 2. (подвергнуться гниению) σαπίζω, αποσαθρώνω 3 (доводить до распада) διαλύομαι, σήπομαι, αποδιοργανώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разложиться
-
15 тлеть
1. (гореть без пламени) κουφοκαίω 2. (гнить) αποσυντίθεμαι, σαπίζω, αλλοιώ-μαι, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тлеть
-
16 гиить
гиитьнесов прям., перен σαπίζω, σήπομαι / ἀποσυντίθεμαι (разлагаться)/ λιμνάζω (о воде). -
17 загнивать
загниватьнесов, загнить сов σαπίζω, σήπομαι. -
18 истлевать
истлеватьнесов, истлеть сов λυώνω, σαπίζω, σήπομαι (сгнивать)/ καίομαι, ἀποτεφρώνομαι (сгорать). -
19 проглядывать
проглядыва||тьнесов1. (просматривать) ρίχνω μιά ματιά/ φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω (перелистывать)·2. (показываться) προβάλλω, (δια)φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, διαγράφομαι:луна \проглядыватьла из-за туч ἡ σελήνη πρόβαλε μέσα ἀπό τά σύννεφα· \проглядыватьет солнце ὁ ήλιος βγαίνει, проглянуть сов см. проглядывать2. прогнать сов см. прогонять. прогнивать несов, прогнить сов прям., перен σαπίζω (αμετ.), σήπομαι:\проглядывать насквозь σαπίζω ἐντελώς. -
20 тухнуть
ту́хнуть Iнесов (гаснуть) σβήνω.тухнуть IIнесов (портиться) σαπίζω, σήπομαι, χαλ(ν)ώ.
См. также в других словарях:
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
σήπομαι — σήπω make rotten pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήπομ' — σήπομαι , σήπω make rotten pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… … Dictionary of Greek
ακροσαπής — ἀκροσαπής, ὲς (Α) αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι] … Dictionary of Greek
ασαπής — ές (AM ἀσαπής, ές) [σήπομαι] αυτός που δεν σαπίζει, ο ασάπιστος αρχ. ο ανεπεξέργαστος, ο αχώνευτος (ως ιατρ. όρος) … Dictionary of Greek
ενσήπομαι — ἐνσήπομαι (AM) [σήπομαι] σαπίζω εσωτερικά … Dictionary of Greek
εύσηπτος — εὔσηπτος, ον (Α) αυτός που σαπίζει εύκολα («κρεῶν ἑώλων εὔσηπτος ἡ φύσις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σηπτός (< σήπομαι «σαπίζω»)] … Dictionary of Greek
ημισαπής — ἡμισαπής, ές (Α) αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο σαπής, α σαπής] … Dictionary of Greek
καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] … Dictionary of Greek
μανίζω — (AM μανίζω) νεοελλ. μσν. 1. μανιάζω 2. εχθρεύομαι 3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον αρχ. 1. βλάπτω, λυμαίνομαι 2. έχω παραισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ πληθ. τού παθ. αορ. τού μαίνομαι, σχημάτισε α εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek