Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σώπα

  • 1 σώπα

    προστ. от σωπαίνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σώπα

  • 2 Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα

    Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
    – Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα
    Слово – серебро, молчанье – золото
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα

  • 3 λοιπόν

    или τό λοιπόν 1. σύνδ. итак; следовательно; таким образом, значит;

    αύριο λοιπόν αναχωρείτε; — итак, вы завтра уезжаете?;

    καί λοιπόν; — и что же?;

    τό λοιπόν, τί είπε; — итак, что же он сказал? 2. επίφ. — ну; — наконец;

    άντε λοιπόν! — ну-ка!, ну, давай же, наконец;

    λοιπόν; — ну как?;

    σώπα λοιπόν! — замолчи ты, наконец!;

    λοιπόν θάρθεις; — ну, ты придёшь?;

    λοιπόν εν τάξει — значит всё в порядке, значит договорились;

    λοιπόν πού λες... — ну вот... (в повествовании)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λοιπόν

  • 4 πάς

    (παντός), πασά, παν αντων.
    1) весь;

    πάς ο λαός — весь народ;

    (οί) πάντες все;
    λέγω την πασαν αλήθεια говорить всю или чистую правду; πάση δυνάμει всеми силами; καταβάλλω πασαν προσπάθειαν прилагать все усилия; всячески стараться; εν πάση σπουδή как можно скорее; 2) всякий, каждый, любой; εν πάση περιπτώσει во всяком случае; εις πασαν περίστασιν в любом случае; πας Έλλην каждый грек, любой грек; πάση θυσία любой ценой; υπό πασαν επιφύλαξιν со всяческими оговорками; διά παν ενδεχόμενον на всякий случай; διά (или εκ) παντός τρόπου всеми, любыми средствами, любым способом; § προ παντός или προ πάντων а) в первую очередь, прежде всего; б) главным образом, особенно; γιά πάντα или διά παντός навсегда; άπαξ διά παντός или μιά γιά πάντα раз и навсегда; τέλος πάντων наконец, в конце концов; τέλος πάντων! ладно, не будем говорить об этом!; τί θέλει αυτός τέλος πάντων; чего же он в конце концов хочет?; σώπα τέλος πάντων замолчи же, наконец; πάσα αρχή δύσκολος посл, лиха беда — нача- ло; αρχή το ήμισυ τού παντός хорошее начало — половина дела; об παντός πλείν εις Κόρινθον погов, не все это могут; не всем это доступно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πάς

  • 5 σωπαίνω

    (αόρ. (ε)σώπασα) см. σιωπώ;
    σώπα! а) молчи!, замолчи!; б) да что ты говоришь!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σωπαίνω

  • 6 Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα

    Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
    – Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα
    Слово – серебро, молчанье – золото
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα

См. также в других словарях:

  • σωπάσομαι — σωπά̱σομαι , σωπάω keep silence aor subj mid 1st sg (epic doric aeolic) σωπά̱σομαι , σωπάω keep silence fut ind mid 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • θυμώ — (I) θυμῶ, όω (ΑΜ) [θυμός] βλ. θυμώνω. (II) άω [θυμός] επαναφέρω στη μνήμη κάποιου, θυμίζω, υπενθυμίζω («σώπα και μη μού τή θυμάς», Κρυστ.) …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

  • σωπαίνω — ασα, ασμένος 1. μτβ., δεν αφήνω κάποιον να μιλήσει. 2. αμτβ., δε μιλάω, δεν ακούομαι καθόλου: Σώπα, μην κλαις. – Σώπασε κυρα Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσῶπα — χρῡσῶπα , χρυσώψ gold coloured masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»