-
1 στοίχος
-
2 στοῖχος
-
3 στοῖχος
στοῖχος, ὁ, Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάϑρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. στίχος u. στόχος.
-
4 στοιχος
ὅ1) ряд, линия, вереница(τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.)
παραλλὰξ καὴ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. — вперемежку, а не по прямой линии;ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. — в три ряда;ἐπὴ στοίχου εἶναι Arph. — стоять рядами, быть выстроенным в линию2) числовой ряд Arst.3) ряд шестов ( для расстановки звероловных сетей) Xen. -
5 στοῖχος
A row in an ascending series, ὁ πρῶτος σ. τῶν ἀναβαθμῶν the first course of (masonry composing) the steps, Hdt.2.125; course of bricks, etc., in building, IG22.463.58, 1682.10; esp. file of persons marching one behind another, as in a procession, ἐπὶ στοίχου,= στοιχηδόν, Ar.Ec. 756;νῆσοι κατὰ στοῖχον κείμεναι Th. 2.102
;κατὰ στοίχους Ar.Fr.79
; of ships, column,ἐν στοίχοις τρισί A.Pers. 366
; of soldiers, file, Th.4.47;διὰ στοίχων ὁπλῖται παρατεταγμένοι D.C.63.4
; of deer swimming, Opp.C.2.226; of the files (opp. ζυγόν VIII) of the chorus in plays, Poll.4.108, 109; row of columns, IG22.1668.12; of factors, Arist.Metaph. 1092b34; of verses,ἔπη.. ἀλλότρια τοῦ σ. τῆς ποιήσεως Afric.Cest.Oxy.412.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοῖχος
-
6 στοῖχος
στοῖχος, ὁ, Reihe, Linie; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung. Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird -
7 στοῖχος
στοῖχος, ου, ὁ (Hdt. et al.; ins; POxy 1119, 12; Philo, Op. M. 141; Jos., Ant. 15, 413) a row in an ascending series, row, course of masonry (so SIG 970, 11) Hs 9, 4, 3.—DELG s.v. στείχω. -
8 στοῖχος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στοῖχος
-
9 στοίχος
ο ряд, линия; шеренга;σε δύο στοίχους двумя рядами -
10 στοίχος
[стихос] ουσ α ряд, линия, вереница. -
11 περί-στοιχος
περί-στοιχος, rings in Reihen stehend, ἰλάαι, Dem. 53, 15, vgl. Harpocr.; woraus Einige eine bes. Olivenart machen wollten.
-
12 πολύ-στοιχος
πολύ-στοιχος, = πολύστιχος, ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.
-
13 σύ-στοιχος
σύ-στοιχος, mit Andern zusammen, in derselben Reihe stehend, zu derselben Klasse, Ordnung gehörig; καὶ ὅμοια, Pol. 13, 8, 1; von demselben Geschlecht, Arist. oft, der z. B. top. 2, 9 τὰ δίκαια καὶ ὁ δίκαιος als σύστοιχος τῇ δικαιοσύνῃ bezeichnet, metaphys. 3, 2 u. s. das Vorige; er nennt unter den Elementen Luft und Feuer, wie Wasser und Erde σύστοιχα, dagegen Feuer und Wasser, Luft und Erde ἀντίστοιχα. Bei den Gramm. heißen die mit demselben Organ ausgesprochenen Buchstaben σύστοιχα, wie β, π, φ, dagegen die ihren Eigenschaften nach einander entsprechenden, wie π, κ, τ, ἀντίστοιχα, was, wie der Gebrauch des Arist. top. 2, 9, vgl. eth. Nicom. 1, 6, 7 u. metaph. 1, 5 ( τὰς ἀρχὰς δέκα λέγουσιν εἶναι τὰς κατὰ συστοιχίαν λεγομένας
ἕν – πλῆϑος
κ. τ. λ.), aus dem Unter- und Nebeneinanderschreiben zu erklären ist:
β. γ. δ.
π. κ. τ.
φ. χ. ϑ.
Dies wechselseitige Verhältniß der Buchstaben heißt συστοιχία u. ἀντιστοιχία.
-
14 τρί-στοιχος
τρί-στοιχος, in drei Reihen, Abtheilungen; Od. 12, 91, ὀδόντες; vgl. Arist. H. A. 2, 1; Nic. Th. 442 u. a. Sp.
-
15 τετρά-στοιχος
τετρά-στοιχος, in vier Reihen, Philo u. a. Sp.
-
16 δί-στοιχος
δί-στοιχος, zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριϑή Theophr.; s. δίστιχος.
-
17 νομαδό-στοιχος
νομαδό-στοιχος, nach der Reihe von der Weide zurückkehrend, VLL.
-
18 ἀντί-στοιχος
ἀντί-στοιχος, in Reihen einander gegenübergestellt (wie bei Gramm. die Buchstaben τ u. ϑ, π u. φ, κ u. χ), paarweise, Arist. inc. an. 6, 4. 8, 6. Uebertr., entsprechend, gleich, Eur. Andr. 746 σκιᾷ ἀντ.
-
19 ὁμό-στοιχος
ὁμό-στοιχος, = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχος ἡ ὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.
-
20 ἄ-στοιχος
См. также в других словарях:
στοῖχος — row in an ascending series masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες … Dictionary of Greek
στοίχος — ο σειρά: Παρατάχτηκαν σε τρεις στοίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοῖχοι — στοῖχος row in an ascending series masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοῖχον — στοῖχος row in an ascending series masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστοιχος — η, ο / σύστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη» (σχετικά με τετράποδα ή… … Dictionary of Greek
ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… … Dictionary of Greek
αντίστοιχος — η, ο (Α ἀντίστοιχος, ον) νεοελλ. αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον 2. ίσος, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + στοιχος < στοίχος… … Dictionary of Greek
λαφρόστοιχος — η, ο αυτός που παρασύρεται και ακολουθεί χωρίς σκέψη πότε τον έναν, πότε τον άλλο, αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαφρός + στοιχος (< στείχω «πορεύομαι»), πρβλ. σύ στοιχος] … Dictionary of Greek
μονόστοιχος — μονόστοιχος, ον (Α) (για το κριθάρι) αυτός που έχει μία μόνο σειρά κόκκων στο στάχυ («μονόστοιχος κριθή», Αθην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοῖχος (πρβλ. ισό στοιχος)] … Dictionary of Greek
νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] … Dictionary of Greek