-
1 συντονος
21) натянутый, напряженный, тугой(χορδή Arst.)
2) стремительный, бурный(ἐπιθυμίαι Plat.; δρομήματα Eur.)
3) ускоренный, форсированный(πορεία Polyb.)
4) сильный, мощный(χείρ Eur.; πῦρ Arst.)
5) серьезный, строгий, решительный(ἀνδρεῖος καὴ σ. Plat.; ἀκριβές καὴ σ. Plut.)
6) созвучный, стройный(τὸ αὐλῶν πνεῦμα Eur.)
7) согласованный, совпадающий8) резкий (sc. φωνή Arst.) -
2 σύντονος
-
3 πορεία
η1) ход; движение; ходьба;προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;
η εξελικτική πορεία — поступательное движение;
2) шествие;θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;
3) поход;4) маршрут, путь; Курс, направление;πορεία προς βορραν — курс на север;
αλλάζω πορεία — менять курс;
5) трен, процесс, ход; течение, развитие;στην πορεία — в процессе, в ходе;
6) воен. марш, переход;πορεία μιάς μέρας — дневной переход;
σύντονος πορεία — форсированный марш;
εν πορεία — на марше;
§ φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)
См. также в других словарях:
σύντονος — strained tight masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ … Dictionary of Greek
σύντονος — η, ο 1. εντατικός: Με σύντονες προσπάθειες πέτυχε το σκοπό του. 2. επίμονος και συνεχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντονώτερον — σύντονος strained tight masc acc comp sg σύντονος strained tight neut nom/voc/acc comp sg σύντονος strained tight adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύντονος — σύντονος , σύντονος strained tight masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονωτέραις — σύντονος strained tight fem dat comp pl συντονωτέρᾱͅς , σύντονος strained tight fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονωτέρων — σύντονος strained tight fem gen comp pl σύντονος strained tight masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονώτατα — σύντονος strained tight adverbial superl σύντονος strained tight neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονώτατον — σύντονος strained tight masc acc superl sg σύντονος strained tight neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόνως — σύντονος strained tight adverbial σύντονος strained tight masc/fem acc pl (doric) συντονόω pronounce with the same accent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντονον — σύντονος strained tight masc/fem acc sg σύντονος strained tight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)