-
1 conjunction
σύνδεσμος -
2 ligament
σύνδεσμος -
3 ибо
σύνδεσμος (παλ. κ. γραπ. λόγος)• επειδή, γιατί• αφού. -
4 кабы
σύνδεσμος κ. μόριο• αν, εάν να•кабы я умел летать αν μπορούσα να πετώ.
-
5 либо
(σύνδεσμος διαζευκτικός)• είτε, ή•либо ялибо ты ή εγώ ή εσύ•
либо сегодня либо завтра ή σήμερα ή αύριο.
-
6 яко
σύνδεσμος• παλ. σαν, ως, ωσάν, όπως. -
7 как
επίρ., μόριο κ. σύνδ.I.επίρ.1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•
как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•
как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.
2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•
как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.
3. πόσο, τι, πάρα πολύ•как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•
как он глуп! τι ανόητος!•
ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•
как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•
он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•
отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.
4. όταν, πότε.5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.II.μόριο1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.III.(σύνδεσμος υποτακτικός).1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•
белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•
как прежде όπως πριν.
|| - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•в то время как στο μεταξύ•
как только ευθύς μόλις;•
перед тем как λίγο πριν να•
задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•
всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•
с тех поркак αφότου, από τότε που
4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.
|| (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.
|| πως ότι•они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.
εκφρ.как бы не – πως να μην•как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•как есть – απλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•как можно – όσο το δυνατό•как бы не так! – πως όχι!•как нельзя – όσο δεν παίρνει•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•как скоро – παλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•как известно – όπως είναι γνωστό•как же так? – πως λοιπόν;•как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως. -
8 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
9 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
10 переход
1. (действие) η μετάβαση, η μεταβολή 2. (часть плавания) о διάπλους 3. (переходная часть электрического соединителя) о (ηλεκτρικός) σύνδεσμος προσαρμογής 4. (расстояние, которое можно пройти без остановки за какой-л. определенный срок) η απόσταση μεταξύ δύο στάσεων 5. (место, приспособленное или пригодное для перехода, переправы) η διάβαση, το πέρασμα 6. (коридор, соединяющий одно здание с другим) το πέρασμα, ο διάδρομος, η ένωση (που ενώνει δυο κτήρια μεταξύ τους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переход
-
11 объединение
объединение с 1) (действие) η ενοποίηση, η ένωση, η συνένωση 2) (союз, организация) ο σύνδεσμος, η ένωση· ο όμιλος (группа)* * *с1) ( действие) η ενοποίηση, η ένωση, η συνένωση2) (союз, организация) ο σύνδεσμος, η ένωση ο όμιλος ( группа) -
12 союз
союз м 1) η ένωση· η συμμαχία (единство)· в \союзе с... σε συμμαχία με...· заключить \союз συνάπτω συμμαχία 2) (государственное объединение) η ένωση; Советский Союз η Σοβιετική Ένωση 3) (общественная организация) η ένωση, η οργάνωση; профессиональный союз· το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο; \союз журналистов η ένωση δημοσιογράφων 4) гром. о σύνδεσμος* * *м1) η ένωση; η συμμαχία ( единство)в сою́зе... — σε συμμαχία με…
заключи́ть сою́з — συνάπτω συμμαχία
2) ( общественная организация) η ένωση, η οργάνωσηпрофессиона́льный сою́з — το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο
сою́з журнали́стов — η ένωση δημοσιογράφων
3) грам. ο σύνδεσμος -
13 общество
обществ||ос1. ἡ κοινωνία:коммунистическое \общество ἡ κομμουνιστική κοινωνία· бесклассовое \общество ἡ ἀταξική κοινωνία·2. (компания) ἡ συντροφιά, ἡ συναναστροφή, ἡ παρέα:в \обществое кого-л. μαζύ μέ κάποιον, παρέα (или συντροφιά) μέ κάποιον3. (организация) ὁ σύνδεσμος, ὁ σύλλογος, ἡ ἐταιρεία:научное \общество ἡ ἐπιστημονική ἐταιρεία· спортивное \общество ὁ ἀθλητικός σύλλογος· греко-советское \общество ὁ ἐλληνοσοβιετικός σύνδεσμος· акционерное \общество ἡ μετοχική (или ἡ ἀνώνυμος) ἐταιρεία·4. (дворянское и т. п.) уст. οἱ κύκλοι, ἡ ἀριστοκρατία. -
14 ли
ли ή ль1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.2. (μόριο επιτακτ.) και.3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.•вряд ли είναι αμφίβολο•
едва ли κοντεύει•
чуть ли не... παρ ολίγο να...
4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•
один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•
рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•
сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.
εκφρ.то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους. -
15 ль
ли ή ль1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.2. (μόριο επιτακτ.) και.3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.•вряд ли είναι αμφίβολο•
едва ли κοντεύει•
чуть ли не... παρ ολίγο να...
4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•
один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•
рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•
сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.
εκφρ.то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους. -
16 общество
-а ουδ.1. κοινωνία•человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•
первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.
2. κύκλος• τάξη• στρώμα•дворянское общество η τάξη των ευγενών•
купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.
|| το φύλο•женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.
3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•
акционерное общество μετοχική εταιρεία.
|| σύλλογος•спортивное общество αθλητικός σύλλογος.
5. αγροτική κοινότητα. -
17 связной
επ.1. (στρατ.) της σύνδεσης (μεταξύ τμημάτων)•связной офицер αξιωματικός• σύνδεσμος.
2. ουσ. στρατ ιώτης-σύνδεσμος.3. συνδετικός•связной болт συνδετικό μπουλόνι.
-
18 Bond
subs.Anything that binds: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.Bonds: see Bondage.Bond of union, subs.: P. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.Security: P. and V. ἐγγύη, ἡ.They were anxious to do right beyond the letter of their bond: P. τὸ δίκαιον μᾶλλον τῆς συνθήκης προθύμως παρέσχοντο (Thuc. 4, 61).——————adj.In bondage: P. and V. δοῦλος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bond
-
19 Tie
subs.Fastening: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ, ἅμμα, τό (Plat.), V. ἁρμός, ὁ.met., bond of union: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.Duty: P. and V. τὸ προσῆκον.Ties of relationship or friendship: P. and V. ἀνάγκη, ἡ, κῆδος, κηδεύματα, V. τὸ προσῆκον; see relationship.The ties formed with Creon: V. κῆδος ἐς Κρέοντʼ ἀνημμένον (Eur., H. F. 35).Old ties are forgotten in the face of new: V. παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων (Eur., Med. 76).Motherhood is a strong tie: V. δεινὸν τὸ τίκτειν (Soph., El. 770; Eur., I. A. 917; cf. Ar., Lys. 884).Relationship is a strong tie: V. τὸ συγγενὲς γὰρ δεινόν (Eur., And. 985).Hindrance: P. ἐμπόδιον, τό; see Burden.——————v. trans.Bind: P. and V. δεῖν, συνδεῖν, V. ἐκδεῖν.Attach: P. and V. συνάπτειν, προσάπτειν, καθάπτειν (Xen.), ἀνάπτειν, Ar. and V. ἐξάπτειν,V. ἐξανάπτειν; see Fasten.V. intrans.Be equal: P. ἰσάζειν.Tie down (by oaths, etc.), met.: P. καταλαμβάνειν; see under oath.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tie
-
20 адаптер
ο σύνδεσμος της προσαρμογής, ο προσαρμογέας, το αντάπτερ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адаптер
См. также в других словарях:
σύνδεσμος — that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — ο 1. (γραμμ.), μέρος του λόγου: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος. 2. ό,τι συνδέει δύο ή περισσότερα πράγματα: Στην Κατοχή ήταν σύνδεσμος ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. – Το Βυζάντιο θεωρείται σύνδεσμος του αρχαίου ελληνικού κόσμου με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… … Dictionary of Greek
ξύνδεσμος — σύνδεσμος , σύνδεσμος that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοις — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl σύνδεσμος that which binds together neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοισιν — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl (epic ionic aeolic) σύνδεσμος that which binds together neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμων — σύνδεσμος that which binds together masc gen pl σύνδεσμος that which binds together neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπολις — Σύνδεσμος, στην αρχαιότητα, 4 πόλεων ή δήμων, πολιτικός ή θρησκευτικός. Οι σπουδαιότεροι ήταν: 1. Τ. η Αττική. Την Τ. αποτελούσαν οι δήμοι Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Τους ένωνε η κοινή λατρεία σε ναό του Ηρακλή. 2. Τ. η Δωρική … Dictionary of Greek
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek
άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)