Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σύμ-μετρος

См. также в других словарях:

  • υπέρμετρος — η, ο / ὑπέρμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός 2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων. επίρρ... υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»