-
1 έτος
το год;έτος αστρικόν (σεληνιακόν) — звёздный (лунный) год;
ηλιακόν ( — или τροπικόν) έτος — тропический год;
έτος φωτός — световой год;
έτος πολιτικόν — календарный год;
τό τρέχον έτος — текущий год;
οικονομικόν έτος — бюджетный, финансовый год;
σχολικόν έτος — учебный год (в школе);
ακαδημαϊκό[ν] έτος — академический год, учебный год (в университете);
δίσεκτον έτος — високосный год;
τό (προ)παρελθόν έτος — в (поза)прошлом году;
στο επόμενο έτος — в будущем году;
τό ιδιο έτος — в том же году;
προ ετών давно;προ δύο ετών два года назад;κατ' έτος — ежегодно;
δίς τού έτους два раза в год;στη διάρκεια τού ετους в течение года; μετά παρέλευσιν έτους по истечении года; είναι τριών ετών ему три года; ενός έτους годовалый;§ η πρώτη τού έτους — или τό νέον έτος — новый год;
См. также в других словарях:
σχολικόν — σχολικός scholastic masc acc sg σχολικός scholastic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Григорий II — патриарх константинопольский с 1283 г. по 1289 г., в мире Георгий. Род. в 1241 г.; был учеником Георгия Акрополита. Время управления Г. церковью было весьма тревожное. Сторонники церковной унии с Римом вступили с Г. в жаркую полемику по поводу… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek