Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σχολαῖος

См. также в других словарях:

  • σχολαῖος — leisurely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαίος — αία, ον, Α αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός. επίρρ... σχολαίως Α με οκνηρία, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπουδ αῖος)] …   Dictionary of Greek

  • σχολαῖον — σχολαῖος leisurely masc acc sg σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαίτατον — σχολαῖος leisurely masc acc sg σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαίτερον — σχολαῖος leisurely masc acc sg σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαιτέροις — σχολαῖος leisurely masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαιτέρους — σχολαῖος leisurely masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαιτέρῳ — σχολαῖος leisurely masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαῖα — σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαῖοι — σχολαῖος leisurely masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαίτατα — σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»