-
1 σχολαίος
-
2 σχολαῖος
-
3 σχολαῖος
A leisurely, tardy, σ. κομισθῆναι to go leisurely, Th.3.29;σ. ποιεῖν τὴν πορείαν X.An.4.1.13
;σχολαίτεραι ἀπαλλαγαί Hp.Dieb.Judic.10
;βίος Plu.2.603e
. Adv.- αίως X.An.1.5.8
, Arist.EN 1171b24, etc.: [comp] Comp.σχολαίτερα Hdt.9.6
;- αίτερον Th.4.47
, Pl.R. 610d: [comp] Sup.- αίτατα X.HG6.3.6
; but also σχολαιότερον, -ότατα, Id.An.1.5.9, Lac.11.3, Gal.6.391 (Adj.);- οτέρως Dsc.Ther.Praef.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχολαῖος
-
4 σχολαίτατον
σχολαῖοςleisurely: masc acc sgσχολαῖοςleisurely: neut nom /voc /acc sg -
5 σχολαίτερον
σχολαῖοςleisurely: masc acc sgσχολαῖοςleisurely: neut nom /voc /acc sg -
6 σχολαιτέροις
σχολαῖοςleisurely: masc /neut dat pl -
7 σχολαιτέρους
σχολαῖοςleisurely: masc acc pl -
8 σχολαίτατα
σχολαῖοςleisurely: neut nom /voc /acc pl -
9 σχολαίτερα
σχολαῖοςleisurely: neut nom /voc /acc pl -
10 σχολαίτεραι
σχολαῖοςleisurely: fem nom /voc pl -
11 σχολαίτεροι
σχολαῖοςleisurely: masc nom /voc pl -
12 σχολαίτερος
σχολαῖοςleisurely: masc nom sg -
13 σχολαιοτέρα
σχολαῑοτέρᾱ, σχολαῖοςleisurely: fem nom /voc /acc comp dualσχολαῑοτέρᾱ, σχολαῖοςleisurely: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————σχολαῑοτέρᾱͅ, σχολαῖοςleisurely: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
14 σχολαιτέρα
σχολαιτέρᾱ, σχολαῖοςleisurely: fem nom /voc /acc dualσχολαιτέρᾱ, σχολαῖοςleisurely: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σχολαιτέρᾱͅ, σχολαῖοςleisurely: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 σχολαιότερον
σχολαῑότερον, σχολαῖοςleisurely: adverbial compσχολαῑότερον, σχολαῖοςleisurely: masc acc comp sgσχολαῑότερον, σχολαῖοςleisurely: neut nom /voc /acc comp sg -
16 σχολαία
σχολαί̱ᾱ, σχολαῖοςleisurely: fem nom /voc /acc dualσχολαί̱ᾱ, σχολαῖοςleisurely: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σχολαί̱ᾱͅ, σχολαῖοςleisurely: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 σχολαίον
-
18 σχολαῖον
-
19 σχολαιοτέρας
σχολαῑοτέρᾱς, σχολαῖοςleisurely: fem acc comp plσχολαῑοτέρᾱς, σχολαῖοςleisurely: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
20 σχολαιοτέρων
σχολαῑοτέρων, σχολαῖοςleisurely: fem gen comp plσχολαῑοτέρων, σχολαῖοςleisurely: masc /neut gen comp pl
См. также в других словарях:
σχολαῖος — leisurely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαίος — αία, ον, Α αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός. επίρρ... σχολαίως Α με οκνηρία, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπουδ αῖος)] … Dictionary of Greek
σχολαῖον — σχολαῖος leisurely masc acc sg σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαίτατον — σχολαῖος leisurely masc acc sg σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαίτερον — σχολαῖος leisurely masc acc sg σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαιτέροις — σχολαῖος leisurely masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαιτέρους — σχολαῖος leisurely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαιτέρῳ — σχολαῖος leisurely masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαῖα — σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαῖοι — σχολαῖος leisurely masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαίτατα — σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)