Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σχαστηρία

См. также в других словарях:

  • σχαστηρία — σχαστηρίᾱ , σχαστηρία trigger fem nom/voc/acc dual σχαστηρίᾱ , σχαστηρία trigger fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρίᾳ — σχαστηρίᾱͅ , σχαστηρία trigger fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρία — η, ΝΑ νεοελλ. στρ. εξάρτημα τού επικρουστήρα τών φορητών όπλων με το οποίο συγκρατείται αυτός σε θέση όπλισης με αγκίστρωση αρχ. 1. είδος τροχοπέδης 2. (στο ιπποδρόμιο ή στο στάδιο) σχοινί τεντωμένο το οποίο με την απότομη χαλάρωσή του έδινε το… …   Dictionary of Greek

  • σχαστηρίας — σχαστηρίᾱς , σχαστηρία trigger fem acc pl σχαστηρίᾱς , σχαστηρία trigger fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρίαν — σχαστηρίᾱν , σχαστηρία trigger fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηριῶν — σχαστηρία trigger fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρίαις — σχαστηρία trigger fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • skē̆ i- —     skē̆ i     English meaning: to cut, separate     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, scheiden”     Note: extension from sek ; initial sound partly also sk̂ , skh , sk̂h , as in the continuing formation     Material: I. O.Ind. chyati “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»