-
1 σφουγγίζω
μετ. вытирать (губкой); протирать (чём-л.);σφουγγίζω με την πετσέτα — вытирать полотенцем
-
2 σφουγγίζω
[сфунгизо] р. вытирать, осушивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφουγγίζω
-
3 σφουγγίζω
[сфунгизо] ρ вытирать, осушивать. -
4 σπογγίζω
см. σφουγγίζω
См. также в других словарях:
σφουγγίζω — σφουγγίζω, σφούγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφουγγίζω — και σφογγίζω σφούγγισα, σφουγγίστηκα, σφουγγισμένος, σκουπίζω κάτι με πετσέτα ή με σφουγγάρι ή με κάποιο άλλο μέσο: Σφούγγισε τα χέρια του στο παντελόνι. – Σφούγγισε τη μύτη με τα χέρια του. – Σφούγγισε τα δάκρυα με το μαντίλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφουγγίζω — και σπογγίζω ΝΜΑ, και σφογγίζω ΝΜ 1. καθαρίζω μια επιφάνεια με σφουγγάρι, με σπόγγο 2. καθαρίζω ακαθαρσία ή υγρασία (α. «σφούγισε τα χείλια σου!» β. «να σφουγγιστείς καλά στην πλάτη με την πετσέτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπογγίζω (για την εναλλαγή… … Dictionary of Greek
απομόργνυμι — ἀπομόργνυμι (Α) 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφούγγισμα 2. «ἀπομόργνυμαι ὀργήν» αποβάλλω την οργή, ηρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ομόργνυμι «σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
κατομόργνυμι — (Α) σκουπίζω, σφουγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμόργνυμι «σκουπίζω, σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
περισμήχω — Α σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμήχω «σφουγγίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
περισμώ — άω, Α περισμήχω*, σφουγγίζω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμῶ «καθαρίζω, σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
συναποσμήχω — Μ σφουγγίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποσμήχω «καθαρίζω, σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
σφούγγισμα — το, Ν [σφουγγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφουγγίζω, καθαρισμός μιας επιφάνειας με σφουγγάρι 2. συνεκδ. καθαρισμός μιας επιφάνειας από ακαθαρσία ή υγρασία με οποιοδήποτε μέσο … Dictionary of Greek
αναμάσσω — ἀναμάσσω και ττω (ΑΜ) Ι ενεργ. σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι ΙΙ μέσ. 1. δέχομαι και διατηρώ μια εντύπωση στον νου μου 2. παίρνω τη μορφή κάποιου 3. συλλαμβάνω το νόημα αρχ. ζυμώνω το ψωμί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά * + μάσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάμαξις] … Dictionary of Greek
ανομόργνυμι — ἀνομόργνυμι (Α) 1. σφουγγίζω, προστρίβω 2. μέσ. προστρίβομαι, μολύνομαι … Dictionary of Greek