Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σφοδρῶς

См. также в других словарях:

  • σφοδρώς — σφοδρῶς ΝΜΑ, και σφοδρά Ν βλ. σφοδρός …   Dictionary of Greek

  • σφοδρῶς — σφοδρός vehement adverbial σφοδρός vehement adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… …   Dictionary of Greek

  • Des Esels Schatten — Skulptur (nach Wielands „Der Prozess um des Esels Schatten“) auf dem Marktplatz von Biberach Des Esels Schatten ist eine Geschichte um einen absurden Gerichtsprozess in Abdera, dem „antiken Schilda“. Die älteste Version der Geschichte stammt aus… …   Deutsch Wikipedia

  • PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επεικτικός — ἐπεικτικός, ή, όν (Α) επείγων, ταχύς. Enĺpp. ἐπεικτικῶς επειγόντως, ταχέως, σφοδρώς …   Dictionary of Greek

  • επιγλίχομαι — ἐπιγλίχομαι (Α) επιθυμώ ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλίχομαι «επιθυμώ σφοδρώς»] …   Dictionary of Greek

  • εποφθαλμιώ — (AM ἐποφθαλμιῶ, άω) 1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να τό αποκτήσω 2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • λαπτυήρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σφοδρῶς πτύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο λα * + πτυήρ (πιθ. < θ. πτυ τού πτύω + επίθημα ήρ). Κατ άλλους, η λ. είναι άλλος τ. τού λαι πύηρον] …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • παρακινώ — παρακινῶ, έω, ΝΜΑ συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω αρχ. 1. διαταράσσω, συγχέω 2. διαταράσσομαι, θολώνομαι 3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων 4. κινώ σφοδρώς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»