-
1 σφίγκτης
-
2 σφιγκτής
-
3 σφιγκτῆς
-
4 σφίγκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφίγκτης
-
5 σφίγκται
σφίγκτηςmasc nom /voc plσφίγκτᾱͅ, σφίγκτηςmasc dat sg (doric aeolic) -
6 σφίγκτας
σφίγκτᾱς, σφίγκτηςmasc acc plσφίγκτᾱς, σφίγκτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
7 σφιγκτών
σφίγκτηςmasc gen plσφιγκτόςtight-bound: fem gen plσφιγκτόςtight-bound: masc /neut gen pl -
8 σφιγκτῶν
σφίγκτηςmasc gen plσφιγκτόςtight-bound: fem gen plσφιγκτόςtight-bound: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
σφίγκτης — ὁ, Α [σφίγγω] (κατά τον Ησύχ.) «σφίγκται οἱ κίναιδοι, καὶ ἁπαλοί» … Dictionary of Greek
σφιγκτῆς — σφιγκτός tight bound fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγκται — σφίγκτης masc nom/voc pl σφίγκτᾱͅ , σφίγκτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῶν — σφίγκτης masc gen pl σφιγκτός tight bound fem gen pl σφιγκτός tight bound masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνημιοσφίγκτης — ο εργαλείο με το οποίο σφίγγονται οι ακτίνες τών τροχών, ακτινοσφίγκτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημιο (< κνήμη) + σφίγκτης (< σφίγγω), πρβλ. ακτινο σφίγκτης. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. serre rais. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ.… … Dictionary of Greek
σφίγκτας — σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc acc pl σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτινοσφίγκτης — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη τών ακτίνων τών τροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σφίγκτης < σφίγγω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου serre rais] … Dictionary of Greek